Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νωθρεία

См. также в других словарях:

  • νωθρεία — νωθρείᾱ , νωθρεία sluggishness fem nom/voc/acc dual νωθρείᾱ , νωθρεία sluggishness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρείᾳ — νωθρείᾱͅ , νωθρεία sluggishness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρεία — νωθρεία, ἡ (ΑΜ) [νωθρεύω] νωθρότητα, οκνηρότητα …   Dictionary of Greek

  • νωθρείας — νωθρείᾱς , νωθρεία sluggishness fem acc pl νωθρείᾱς , νωθρεία sluggishness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρείαν — νωθρείᾱν , νωθρεία sluggishness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… …   Dictionary of Greek

  • νωθρία — νωθρία, ιων. τ. νωθρίη, ἡ (Α) [νωθρός] 1. νωθρεία* 2. αδιαθεσία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»