-
1 δωδεκαόργυιος
δωδεκα-όργυιος, ον,A of twelve fathoms, Hero *Geom.4.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαόργυιος
-
2 πεντόργυιος
πεντ-όργυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντόργυιος
-
3 τεσσαρακοντόργυιος
τεσσᾰρᾰκοντ-όργυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακοντόργυιος
-
4 τετραόργυιος
τετρᾰ-όργυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραόργυιος
-
5 τετρόργυιος
τετρ-όργυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρόργυιος
-
6 τριόργυιος
τρῐ-όργυιος, ον,A f. l. for τριώρυγος (q. v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριόργυιος
-
7 ἑκατοντόργυιος
ἑκᾰτοντ-όργυιος, ον, 100Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντόργυιος
-
8 ἑξηκοντόργυιος
ἑξηκοντ-όργυιος, ον,A sixty fathoms high, Tz.H.9.587.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξηκοντόργυιος
-
9 ἐννεόργυιος
ἐννε όργυιος: nine fathoms long, Od. 11.312†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐννεόργυιος
-
10 ὄργυια
Grammatical information: f.Meaning: `fathom' (Ψ 327).Compounds: As 2. member beside regelar and usual - όργυιος (λ 312) also δεκ-ώρυγος `ten fathoms long' a.o. (X. Kyn. 2,5) with comp. length. and remarkable metathesis (cf. - ώνυμος).Derivatives: ὀργυι-αῖος (AP), - όεις (Nic.), `a fathom long or wide', - όομαι in ( δι-, περι-)ωργυιωμένος `outstretched (a fathom wide)' (Ctes., Hipparch., Lyc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Subst. ptc. without reuplucation like ἄγυια, ἅρπυια (s. vv. w. lit.) a.o., from ὀρέγω (- ομαι? Fraenkel Glotta 32, 18) `stretch (the arms)' with vowel syncope conditioned by the oxytonesis (or ablaut): ὀρόγυια (assim. from *ὀρέγυια?): ὀργυιᾶς, - αί; s. Schwyzer 255f., 381 a. 474 w. lit., also (on the meaning) 541 n. 5. Older lit. in Bq and WP. 2, 363. - The explanation as a perfect ptc. is rather difficult, both formally and semantic; for the old interpretation see Beekes Devel. 27f. Also the supposed archaic ablaut ὄργυια - ὀρόγυια is problematic; rather one thinks the o was anaptyctic, as Chantraine says in DELG ("semble secondaire"); anaptyxis is frequent in Pre-Greek (Furnée 378-385, esp. 381f.). The enaptyxis could also take the form - ορυγ- [from Pre-Greek *αρυγ-?], which explains the compound form - ωρυγ-, and the transition to - υος (Chantraine). Now that ἄγυια has proved to be a Pre-Greek word, this must also be assumed for our word. (Not in Furnée.)Page in Frisk: 2,412Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄργυια
См. также в других словарях:
τετραόργυιος — και τετρόργυιος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + όργυιος (< ὀργυιά), πρβλ. δι όργυιος] … Dictionary of Greek
δεκώρυγος — δεκώρυγος, ον (Α) όποιος έχει δέκα οργιές μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ωρυγος, παράλληλος τ. τού οργυιος < όργυια* «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντ ώρυγος), ενώ το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. αν… … Dictionary of Greek
διόργυιος — διόργυιος, ον (AM) αυτός που έχει απόσταση δύο οργυιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + οργυιος < όργυια] … Dictionary of Greek
πεντηκοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει βάθος ή ύψος ή εύρος πενήντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] … Dictionary of Greek
πεντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει ύψος ή μήκος σαράντα οργιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τριακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριάντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντηκοντ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τρισκαιδεκαόργυιος — και τρισκαιδεκόργυιος, ον, Α αυτός που έχει έκταση δεκατριών οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκαίδεκα «δεκατρία» + όργυιος (<ὀργυιά), πρβλ. τετρα όργιος] … Dictionary of Greek