-
1 πεντώρυγος
πεντ-ώρῠγος, ον,A = πεντόργυιος, X.Cyn.2.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντώρυγος
-
2 πεντώρυγα
πεντώρυγοςneut nom /voc /acc pl -
3 πεντόργυιος
πεντ-όργυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντόργυιος
-
4 τριώροφος
A of three stories or floors, Hdt.1.180 (v.l. -ορ-), LXX Ge.6.16;οἰκίαι Aristid. Or.27(16).20
;οἰκήματα Ph.2.143
;πύργοι J.AJ13.8.2
.II τὸ τ., = τρίστεγον, third story, LXX 3 Ki.6.13(8), in pl. [suff] τρῐ-ώρῠγος, ον, ([etym.] ὄργυια) of three fathoms, restored in X.Cyr.6.1.52 by L. Dind. from the best codd. (which have τριώρων or τριώρυον), others having τριόργυ (ι) ον: cf. διώρυγος, πεντώρυγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριώροφος
См. также в других словарях:
πεντώρυγος — ον, Α (αττ. τ.) ο πεντόργυιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ + ωρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β συνθετικό η λ. ὀργυιά] … Dictionary of Greek
πεντώρυγα — πεντώρυγος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργιά — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους … Dictionary of Greek