-
1 πεντ-όργυιος
πεντ-όργυιος, von fünf Klaftern, Xen. Cyn. 2, 6 u. Sp.
-
2 πεντηκοντ-όργυιος
πεντηκοντ-όργυιος, von funfzig Klaftern, Her. 2, 149.
-
3 τρι-όργυιος
τρι-όργυιος, drei Klafter lang, Xen. Cyr. 6, 1, 52.
-
4 τριᾱκοντ-όργυιος
τριᾱκοντ-όργυιος, dreißigklafterig, Xen. Cyn. 2, 6.
-
5 τεσσαρακοντ-όργυιος
τεσσαρακοντ-όργυιος, vierzig Klafter lang, Her. 2, 148.
-
6 τετρ-όργυιος
τετρ-όργυιος, = τετραόργυιος, Xen. Cyn. 2, 5.
-
7 τετρα-όργυιος
τετρα-όργυιος, vier Klafter lang, breit, D. C. 70, 4.
-
8 εἰκοσ-όργυιος
εἰκοσ-όργυιος, von zwanzig Klaftern, Xen. Cyn. 2, 5.
-
9 δι-όργυιος
δι-όργυιος, zwei Klafter groß; Her. 4, 195; Xen. Cyn. 2, 5.
-
10 δεκ-όργυιος
δεκ-όργυιος, von zehn Klaftern, Xen. Cyn. 2. 5.
-
11 ἐννε-όργυιος
ἐννε-όργυιος, neun Klafter lang; Od. 11, 312; Matro Ath. IV, 135 d.
-
12 ἑκατοντ-όργυιος
ἑκατοντ-όργυιος, von hundert Klaftern; Pind. frg. 110; ἀνδριάς Ar. Av. 1131, wo man ἑκατοντορόγυιος emendirt hat.
-
13 διόργυιος
-
14 εἰκοσόργυιος
-
15 ἑκατοντόργυιος
-
16 ἐννεόργυιος
-
17 πεντηκοντόργυιος
-
18 πεντόργυιος,
πεντ-όργυιος, u. πεντ-όροβον, τό, von fünf Klaftern -
19 πεντόροβον
πεντ-όργυιος, u. πεντ-όροβον, τό, von fünf Klaftern -
20 τεσσαρακοντόργυιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τετραόργυιος — και τετρόργυιος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + όργυιος (< ὀργυιά), πρβλ. δι όργυιος] … Dictionary of Greek
δεκώρυγος — δεκώρυγος, ον (Α) όποιος έχει δέκα οργιές μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ωρυγος, παράλληλος τ. τού οργυιος < όργυια* «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντ ώρυγος), ενώ το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. αν… … Dictionary of Greek
διόργυιος — διόργυιος, ον (AM) αυτός που έχει απόσταση δύο οργυιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + οργυιος < όργυια] … Dictionary of Greek
πεντηκοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει βάθος ή ύψος ή εύρος πενήντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] … Dictionary of Greek
πεντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει ύψος ή μήκος σαράντα οργιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τριακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριάντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντηκοντ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τρισκαιδεκαόργυιος — και τρισκαιδεκόργυιος, ον, Α αυτός που έχει έκταση δεκατριών οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκαίδεκα «δεκατρία» + όργυιος (<ὀργυιά), πρβλ. τετρα όργιος] … Dictionary of Greek