-
81 θιασίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θιασίτης
-
82 θρανίτης
A rower on the topmost of the three benches in a trireme, Th.6.31, Ar.Ach. 162, cf. Sch.Ar.Ra. 1106.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρανίτης
-
83 θυλακίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυλακίτης
-
84 θυννίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυννίτης
-
85 θυρσίτης
A v.l. -ῖτις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρσίτης
-
86 θυωρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυωρίτης
-
87 θωρακίτης
A soldier with breast-armour only, Plb.10.29.6, al.:—fem. [suff] θωρᾱκ-ῖτις, as Adj., ζώνη cuirass-belt, prob. in PPetr.3p.12 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωρακίτης
-
88 καλαμινθίτης
A flavoured with mint, Dsc.5.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμινθίτης
-
89 καλαμίτης
II ὁ κ. ἥρως, perh. the hero of the probe or, of the splints, nickname of Aristomachus, a surgeon who had a statue at Athens, called ὁ ἥρως ὁ ἰατρός, D.18.129, cf. 19.249.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμίτης
-
90 καλυβίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλυβίτης
-
91 καμηλίτης
2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27.II κ. βοῦς, prob. buffalo, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλίτης
-
92 καμινίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμινίτης
-
93 κανθαρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανθαρίτης
-
94 καρηβαρικός
II causing headache,οἶνος Hp.Acut.50
, Arist.Fr. 106;νότος Hp.Aph.3.5
:—so [suff] κᾰρηβᾰρ-ίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ, οἶνος Sch.Ar.Pl. 808.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρηβαρικός
-
95 καρυΐτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυΐτης
-
96 καρφίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφίτης
-
97 κασωρίτης
A fornicator, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασωρίτης
-
98 κεδρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεδρίτης
-
99 κελευθήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευθήτης
-
100 κεντρίνης
II kind of ψήν or fig-insect, Thphr.HP2.8.2, Plin.HN17.255.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρίνης
См. также в других словарях:
ίτης — ἴτης, ὁ (Α) ιταμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιταμός] … Dictionary of Greek
ἴτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ίτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σουν(ν)ίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι σουνίτες οι οπαδοί τού σουνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούν(ν)α, «μουσουλμανικές διδαχές» + κατάλ. ίτης. Η λ., στον λόγιο τ. Σουννῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Νεολόγος Κων/πόλεως] … Dictionary of Greek
κορνουαλ(λ)ίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο αρσενικικό ορυκτό τού χαλκού που απαντά στην κομητεία τής Κορνουάλης τής Αγγλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornwallite από το τοπωνύμιο Cornwall (Κορνουάλη)] … Dictionary of Greek
σεδ(δ)ίτης — ο, Ν εκρηκτική, ουδέτερη στην τριβή και στην κρούση, ύλη που χρησιμοποιείται, κυρίως, στα λατομεία αντί της δυναμίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cheddite < chedde «ονομασία περιοχής στην Άνω Σαβοΐα»] … Dictionary of Greek
στελ(λ)ίτης — ο, Ν (εμπορ. ονομ.) τύπος κράματος κοβαλτίου, χρωμίου, βολφραμίου, μολυβδαινίου, άνθρακα και σε μικρές ποσότητες άλλων μετάλλων, με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε κοβάλτιο, που φθάνει από 40% έως 55% … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ίτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι φερ(ρ)ίτες (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων, μικτών οξειδίων τού σιδήρου και άλλων μετάλλων, που έχουν σημαντικές εφαρμογές στην ηλεκτρονική και σε άλλους κλάδους 2. (μεταλργ.) μεταλλική φάση… … Dictionary of Greek
φλουελ(λ)ίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο φθοριούχο ορυκτό τού αργιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluellite < flu orine (< νεολατ. fluor «είδος μετάλλου») + wavellite «είδος μετάλλου»] … Dictionary of Greek
ἴται — ἴτης masc nom/voc pl ἴτᾱͅ , ἴτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)