-
41 βοσπορίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσπορίτης
-
42 βοστρυχίτης
βοστρῠχ-ίτης [ῑ], οἶνος wineGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοστρυχίτης
-
43 βοτρυΐτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτρυΐτης
-
44 γαλακτίτης
γᾰλακτ-ίτης [ῑ] λίθος, stoneA which makes water milky, Dsc.5.132.II γαλακτίτης, = γαλακτίς 11, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτίτης
-
45 γαλακτὶς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτὶς
-
46 γερανίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανίτης
-
47 γεωργίτης
γεωργ-ίτης, ὁ,A = γεωργός, Proll. Hermog. in Rh.7.45 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωργίτης
-
48 γηΐτης
-
49 γλευκίτης
A = γλεῦκος 1.1, Olymp.in Mete.311.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλευκίτης
-
50 γομφίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γομφίτης
-
51 Γραικός
AἝλληνες ὠνομάσθησαν τὸ πρότερον Γραικοὶ καλούμενοι Marm.Par.11
(iv B. C.), cf. Arist.Mete. 352b2, Apollod.1.7.3, Call.Fr. 104, Lyc.532, etc.;Γραῖκες Alcm.134
, S.Fr. 518 is of doubtful meaning, cf. also Ῥαικός:—hence [full] Γραικ-ίτης, ου, ὁ, Lyc.605:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γραικός
-
52 γυρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυρίτης
-
53 δαφνίτης
A laureate, epith. of Apollo at Syracuse, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνίτης
-
54 δενδρίτης
A of a tree,καρπός Thphr.Vent.13
; ὑάκινθος, a gem, Mart.Cap.1.75; name of Dionysus, Plu.2.675f; Δενδρῖται, οἱ, a fabulous people, Luc.VH1.22:—fem. [full] δενδρῖτις γῆ soil suited for planting, D.H.1.37; opp. ψιλή, Inscr.Prien.12.23 (iii B. C.); ἄμπελος δ., = ἀναδενδράς, Str. 5.3.5; νύμφη δ. wood-nymph, AP9.665 (Agath.): epith. of Helen at Rhodes, Paus.3.19.10.II δενδρίτης· κροκόδειλος, f.l. in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρίτης
-
55 διμοιρίτης
2 = Lat. duplarius, Id.Tact.42.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διμοιρίτης
-
56 διοπτρίτης
Aρῑ] λίθος
talc,PHolm.
3.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοπτρίτης
-
57 δρακοντίτης
A dragon-stone, conferring sharp vision, Ptol.Chenn.p.192 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρακοντίτης
-
58 δρυΐτης
A cypress.II δ. λίθος a precious stone, Plin.37.188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυΐτης
-
59 δωματίτης
A of, belonging to the house,Ποσειδῶν Paus.3.14.7
, IG5(1).497, al. ([place name] Sparta); Ἀπόλλων Sch.Pi.N.5.81: fem.,δωματῖτις ἑστία A.Ag. 968
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωματίτης
-
60 εὐμοιρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμοιρίτης
См. также в других словарях:
ίτης — ἴτης, ὁ (Α) ιταμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιταμός] … Dictionary of Greek
ἴτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ίτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σουν(ν)ίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι σουνίτες οι οπαδοί τού σουνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούν(ν)α, «μουσουλμανικές διδαχές» + κατάλ. ίτης. Η λ., στον λόγιο τ. Σουννῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Νεολόγος Κων/πόλεως] … Dictionary of Greek
κορνουαλ(λ)ίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο αρσενικικό ορυκτό τού χαλκού που απαντά στην κομητεία τής Κορνουάλης τής Αγγλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornwallite από το τοπωνύμιο Cornwall (Κορνουάλη)] … Dictionary of Greek
σεδ(δ)ίτης — ο, Ν εκρηκτική, ουδέτερη στην τριβή και στην κρούση, ύλη που χρησιμοποιείται, κυρίως, στα λατομεία αντί της δυναμίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cheddite < chedde «ονομασία περιοχής στην Άνω Σαβοΐα»] … Dictionary of Greek
στελ(λ)ίτης — ο, Ν (εμπορ. ονομ.) τύπος κράματος κοβαλτίου, χρωμίου, βολφραμίου, μολυβδαινίου, άνθρακα και σε μικρές ποσότητες άλλων μετάλλων, με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε κοβάλτιο, που φθάνει από 40% έως 55% … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ίτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι φερ(ρ)ίτες (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων, μικτών οξειδίων τού σιδήρου και άλλων μετάλλων, που έχουν σημαντικές εφαρμογές στην ηλεκτρονική και σε άλλους κλάδους 2. (μεταλργ.) μεταλλική φάση… … Dictionary of Greek
φλουελ(λ)ίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο φθοριούχο ορυκτό τού αργιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluellite < flu orine (< νεολατ. fluor «είδος μετάλλου») + wavellite «είδος μετάλλου»] … Dictionary of Greek
ἴται — ἴτης masc nom/voc pl ἴτᾱͅ , ἴτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)