Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Γραῖκες

См. также в других словарях:

  • Γραίκες — Μυθολογικός λαός. Γ. ονομάζονταν οι Αιολείς που αποίκισαν την πόλη Πάριο. Οργανωτής του αποικισμού της Μικράς Ασίας από τους Αιολείς ήταν ο Γρας, γιος του Αρχέλαου και δισέγγονος του Ορέστη. Από αυτόν προήλθαν οι Γ., οι Γράοι και οι Γραικοί, όπως …   Dictionary of Greek

  • Γραικός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 61 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. * * * ο (AM Γραικός) Έλληνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς τής Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»