-
121 μακαρίτης
A like μάκαρ 111, one blessed, i.e. dead, esp. of one lately dead, A.Pers. 633 (lyr.), Ar.Fr. 488.10, Men.1032, PCair.Zen.447.1 (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, Ath.3.113e; ὁ μ. σου πατήρ your late father, Luc. DMeretr.6.1, etc.:—fem. [suff] μᾰκᾰρ-ῖτις, ιδος, Theoc.2.70, Herod.6.55;ἡ μ. μου γυνή Luc.Philops.27
.II as Adj., μ. βίος, with a play on 1, Ar.Pl. 555.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακαρίτης
-
122 μακελλίτης
μακελλ-ίτης, =A corpodicina (sic), ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακελλίτης
-
123 μανδραγορίτης
A flavoured with mandrake,οἶνος Dsc.5.71
:—fem. [suff] μανδρᾰγορ-ῖτις, ιδος, ἡ, epith. of Aphrodite. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μανδραγορίτης
-
124 μαραθίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαραθίτης
-
125 μεθοδίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθοδίτης
-
126 μελιτίτης
A wine prepared with honey, Dsc.5.7.II μ. λίθος honey-stone, ib.133, Gal.12.195, Plin.HN36.140 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελιτίτης
-
127 μεταλλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλίτης
-
128 μιλτίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιλτίτης
См. также в других словарях:
ίτης — ἴτης, ὁ (Α) ιταμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιταμός] … Dictionary of Greek
ἴτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ίτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σουν(ν)ίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι σουνίτες οι οπαδοί τού σουνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούν(ν)α, «μουσουλμανικές διδαχές» + κατάλ. ίτης. Η λ., στον λόγιο τ. Σουννῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Νεολόγος Κων/πόλεως] … Dictionary of Greek
κορνουαλ(λ)ίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο αρσενικικό ορυκτό τού χαλκού που απαντά στην κομητεία τής Κορνουάλης τής Αγγλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornwallite από το τοπωνύμιο Cornwall (Κορνουάλη)] … Dictionary of Greek
σεδ(δ)ίτης — ο, Ν εκρηκτική, ουδέτερη στην τριβή και στην κρούση, ύλη που χρησιμοποιείται, κυρίως, στα λατομεία αντί της δυναμίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cheddite < chedde «ονομασία περιοχής στην Άνω Σαβοΐα»] … Dictionary of Greek
στελ(λ)ίτης — ο, Ν (εμπορ. ονομ.) τύπος κράματος κοβαλτίου, χρωμίου, βολφραμίου, μολυβδαινίου, άνθρακα και σε μικρές ποσότητες άλλων μετάλλων, με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε κοβάλτιο, που φθάνει από 40% έως 55% … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ίτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι φερ(ρ)ίτες (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων, μικτών οξειδίων τού σιδήρου και άλλων μετάλλων, που έχουν σημαντικές εφαρμογές στην ηλεκτρονική και σε άλλους κλάδους 2. (μεταλργ.) μεταλλική φάση… … Dictionary of Greek
φλουελ(λ)ίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο φθοριούχο ορυκτό τού αργιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluellite < flu orine (< νεολατ. fluor «είδος μετάλλου») + wavellite «είδος μετάλλου»] … Dictionary of Greek
ἴται — ἴτης masc nom/voc pl ἴτᾱͅ , ἴτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)