-
61 ἑξ-ήρης
-
62 ἰσ-ήρης
-
63 ἐρέτης
Grammatical information: m.Meaning: `rower' (Il.),Compounds: As 2. member in ὑπ-ηρέτης, s. v.Derivatives: ἐρετικός `concerning the rowers' (Att.); collective abstrakt εἰρεσίη, - ία ( εἰ- metr. lengthening, maintained in prose) `the rowers' (Od.); denomin. verb ἐρέσσω, rare Att. ἐρέττω, aor. ἐρέσ(σ)αι `row' (Il.; on the formation Schwyzer 725). - Beside these the noun instr. ἐρετμόν n. `oar' (Il.) with ἐρετμόω `complete with oars' (E.), PN Έρετμεύς (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 121). - Here also the PN Έρέτρια as "the rowing (town)". - On themselves the nouns in - ηρης and - ερος, - ορος like τρι-ήρης `three-rower' (Ion.-Att.), ἁλι-ήρης `rowing the sea' ( κώπη E. Hek. 455 [lyr.]), πεντηκόντερος, πεντηκόντ-ορος `fifty-rower' (Ion.-Att.), s. below.Etymology: The agent noun ἐρέ-της points like the synonymous Skt. ari-tár- (= Gr. *ἐρε-τήρ (* h₁erh₁-) in Έρέτρ-ιᾱ) to a disyllabic primary verb `row', which in Greek was replaced by the denominative ἐρέσσω (uncertain Myc. e-re-e), but is present in other languages: Lith. iriù, ìrti (with acute, agreeing with disyllabic ἐρε-, \< *h₁r̥h₁-), Germ., e. g. ONo. rōa, Celt., e. g. OIr. imb-rā `row, sail' (IE rō- against rē- (i. e. * h₁reh₁- * h₁roh₁-) in Lat. rēmus, cf. below). Traces of this verb in Greek in τρι-ήρης `three-rower' etc. (with compositional lengthening and ending after the σ-stems), πεντηκόντ-ερος, - ορος `fifty-rower' etc. (after the ο-stems, also with - ο- after - γονος, - φορος a. o.; not with J. Schmidt KZ 32, 327 vowel-harmony). Perhaps with το-suffix (Lesb.) τέρρητον τριήρης H., if with Brugmann IF 13, 152f. haplological for *τερρ-έρητον \< *τρι-έρητον, cf. Schwyzer 274. - On influence of ἐρέτης rests prob. the form ἐρετμόν against Skt. arí-tr-a- `oar' (from ari-tár-), Lat. rēmus (formation unclear). - Details in Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; further Pok. 338, W.-Hofmann s. rēmus.Page in Frisk: 1,553-554Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρέτης
-
64 ποδήρης
ποδ-ήρης, ες,A reaching to the feet, πέπλοι, χιτὼν π., a robe that falls over the feet, E.Ba. 833, X.Cyr.6.4.2, Paus.5.19.6, etc. (later ποδήρης alone (sc. χιτών) of the High Priest's robe, LXXEx.25.6, Aristeas96); π. ἀσπίς large shield which covered the body down to the feet, X.An.1.8.9, Cyr.6.2.10: Com.,πώγων π. καθεῖται Plu.2.52c
.2 ναῦς π. a ship with feet, i.e. oars, Hsch., Eust.1515.29; στῦλος π. a firmly based pillar, A.Ag. 898.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδήρης
-
65 τυμβήρης
τυμβ-ήρης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυμβήρης
-
66 ἐρέτης
A rowers, Od.1.280, al., A.Pers. 39(anap.), Hdt.6.12, Th.1.31, etc.: sg., Ar.Eq. 542 : metaph., κυλίκων ἐρέται, of tipplers, Dionys.Eleg.5.2. -
67 ποδήρης
ποδήρης, ες (πούς ±ήρης ‘fit’) reaching to the feet (Aeschyl. et al.; LXX; EpArist 96; Philo, Fuga 185) subst. ὁ ποδ. (sc. χιτών; used w. χιτών X., Cyr. 6, 4, 2; Paus. 5, 19, 6; Ex 29:5; Jos., Ant. 3, 153. Without χιτ. Appian, Liby. 66 §296; Ex 25:7; 28:4; Ezk 9:3; EpArist 96; Philo, Leg. All. 2, 56; Jos., Bell. 5, 231; TestLevi 8:2) a robe reaching to the feet Rv 1:13; B 7:9.—DELG s.v. πούς and-ηρης. M-M. -
68 δρῑμύς
δρῑμύς, εῖα, ύ, scharf, durchdringend, stechend, von der Wirkung aufs Gefühl; vgl. Plat. Tim. 66 a. Homer viermal: Iliad 15, 696 δριμεῖα μάγη; 18, 322 δριμὺς χόλος; 11, 270 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλείϑυιαι, Ἥρης ϑυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι; Odyss. 24, 319 ἀ νὰ ῥῖνας δέ οἱ ἤδη δριμὺ μένος προύτυψε. – Folgende : ἀλγηδών Polem. 1, 25; καπνός Ar. Vesp. 146, der in die Augen beißt; vom Geschmacke, χυμός Arist. anim. 2, 10; οἶνος Luc. tuere. cond. 18; vom Geruche, Ar. Plut. 693; Arist. anim. 2, 9; Xen. Mem. 1, 4, 5 setzt bei der Empfindung des Geschmacks τὰ γλυκέα den δριμέα gegenüber, u. so öfter vom Geschmacke, = bitter, herb, Theophr. Auch vom stechenden Blicke, δριμὺ βλέπειν Ar. Ran. 562 Philp. 50 (IX, 777), finster, zornig aussehen; ἀποβλέπειν, ἐνορᾶν, Luc. Pseud. 32; Ael. V. H. 14, 22; δριμὺ βλέμμα Hdn 4, 5, 17. – Häufig übertr. scharf, heftig; μάχη Hes. Sc. 261; ἄχος Hes. Sc. 457; vgl. Aesch. Ch. 386; Ag. 1482 ἀλάστωρ, streng, unerbittlich, δριμύτατος, der heftigste, Ar. Vesp. 277 u. öfter; γολή Theocr. 1, 18; δριμὺ καὶ ὑβριστότατον ϑηρίων Plat. Legg. VII, 808 d; ἔρως, Plat. epigr. 6 bei D. L. 3. 31, in der Anth. (VII, 217) steht γλυκύς, s. Iac zur St.; ἔρως εἰρήνης Plut. Num. 16; begierig, Ael. H. A. 10, 14. – Vom Geiste, durchdringend, scharfsinnig, verschmitzt, acutus; Σισύφου γένος Eur. Cycl. 104; καὶ ἔντονοι Plat. Theaet. 173 a; καὶ δικαινικός 175 d; vgl. Ar. Av. 255; Sp.
-
69 ἐρί-γδουπος
ἐρί-γδουπος, laut tosend, donnernd, bei Hom. gew. ἐρ. πόσις Ἥρης, vom Donnerer Zeus; aber Il. 11, 152 ἐρίγδουποι πόδες ἵππων; sp. D., ποταμοί Qu. Sm. 3, 221. Vgl. ἐρίδουπος.
-
70 ἐννεσίη
ἐννεσίη, ἡ (ἐν-ίημι), die Eingebung, der Rath, Befehl; κείνης ἐννεσίῃσιν, auf ihr Geheiß, Il. 5, 894; γαίης Hes. Th. 494; Ἥρης ἐννεσίῃσιν Callim. Dian. 108; a. sp. D., wie σῇσιν ὑπ' ἐννεσίῃς Ep. ad. 428 (IX, 788); Qu. Sm. 3, 475 νηπιέῃσιν ὑπ' ἐννεσίῃσιν, ohne gen., = Geist; Ap. Rh. 3, 1364 gen. ἐννεσιάων.
-
71 ἐνίπτω
ἐνίπτω (nach Ruhnken ep. cr. p. 40 von ἴπτω, vgl. ἶπος, ἰπόω, nach Buttm. Lexil. I p. 286 vom Stamme νίπ, auf den er auch νεικέω bezieht, vgl. ἐνίσσω; verschieden in Stamm u. Bdtg ist ἐνίσπω), außer praes. nur aor. ἐνένῑπε, Il. 15, 546. 552. 16, 626 Od. 16, 417. 18, 78. 19, 65 u. öfter (bei Wolf ἐνένιπτε), u. ἠνίπαπε, Il. 16, 628 Od. 20, 303 u. oft; sp. D. ἐνῖψαι, Nonn. D. 8, 85 u. öfter; ἐνιπῆσαι nur Hesych.; – hart anreden, schelten, tadeln, τινά, Il. 24, 768; gew. mit näherer Bestimmung, μή με, γύναι, χαλεποῖσιν ὀνείδεσι ϑυμὸν ἔνιπτε 3, 438; καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύϑῳ 2, 245; einfach μ ύϑῳ ἐνίπτειν τινά, Einen mit Worten anfahren, mit der Rede kränken, 3, 427 Od. 20, 303; milder, κραδίην ἠνίπαπε μύϑῳ, er ermahnte mit ernstem Zureden sein Herz, 20, 17; αἰσχρῶς ἐν. τινά, Einen schmählich anlassen, 18, 321; ohne den acc. Il. 16, 198, worüber Buttm. a. a. O. p. 285 zu vergl. – Von andren Dichtern Aesch. Suppl. 598, καί τίς μ' ἐνίπτων εἶπε, Nic. Th. 347, wo es der Schol. λοιδορέω erkl., wie Nonn. 42, 223 u. öfter; Ἥρης ἠνίπαπε βουλάς Ap. Rh. 3, 931. – Bei Pind. P. 4, 201, κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι τερασκόπ ος, ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας, ist es = ἐνέπω, Hoffnungen verkündigend, wie Nonn. D. 27, 59. – Vgl. noch ἐνίσσω.
-
72 αγιος
31) священный(ἱερόν Her., Xen.; πατρίς Plat.; ὅρκος Arst.)
2) посвященный(ἱερὸν ἅγιον τοῦ Ποσειδῶνος Plat.; νηὸς Ἥρης ἅ. Luc.)
3) святой, благочестивый, праведный Arph. etc. -
73 αγχηρης
-
74 αλιηρης
-
75 αμαξηρης
-
76 αμφηρης
21) прилаженный с обеих сторонἀμφῆρες δόρυ Eur. — двухлопастное весло
2) сложенный вместе, сваленный в кучу(ξύλα Eur.)
3) со всех сторон сбитый, крепко сколоченный(σκηνή Eur.)
-
77 αντηρης
21) противоположный, противолежащий(χώρα Eur.)
2) направленный прямо в упорἀντήρεις στερνῶν πληγαί Soph. — удары в грудь;
λαβεῖν τινα ἀντήρη Eur. — схватиться с кем-л. лицом к лицу3) вражеский(δεξιά Eur.)
-
78 δεκηρης
-
79 διχηρης
-
80 εκκαιδεκηρης
См. также в других словарях:
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
ἤρης — ἐράω 1 love imperf ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth imperf ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἤρα fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥρης — Ἥρα nine fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
κατήρης — κατήρης, ῆρες (Α) 1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.) 2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.) 3. φρ. «ταρσός κατήρης» κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με… … Dictionary of Greek
ενήρης — ἐνήρης, ες (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ ήρης, τρι ήρης κ.ά.] … Dictionary of Greek
κισσήρης — κισσήρης, ῆρες (Α) κισσηρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ ήρης, ποδ ήρης] … Dictionary of Greek
κλινήρης — ες (AM κλινήρης, ες, Μ και κλινάρης, ες) ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ήρης (Ι) (<… … Dictionary of Greek
κωπήρης — ες (Α κωπήρης, ῆρες) αυτός που είναι εφοδιασμένος ή κινείται με κουπιά, κωπήλατος («ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που κρατά το κουπί («κωπήρης χείρ», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὁ κωπῆρες πλοίο που κινείται με κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek
λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek