Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διχήρης

См. также в других словарях:

  • διχήρης — dividing in twain masc/fem acc pl (attic epic doric) διχήρης dividing in twain masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) διχήρης dividing in twain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχήρης — διχήρης, ες (Α) χωρισμένος στα δύο …   Dictionary of Greek

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»