Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ήμετος

См. также в других словарях:

  • κοπριήμετος — κοπριήμετος, ον (Α) αυτός που κάνει εμετό κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + ήμετος (< ἐμῶ «κάνω εμετό»), πρβλ. αν ήμετος, δυσ ήμετος] …   Dictionary of Greek

  • περιημεκτώ — έω, Α δυσφορώ, αγανακτώ πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θυμίζει ως προς τη σημ. του το ἀγανακτῶ και ως προς τη μορφή του το πλεονεκτῶ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό παράγωγο ενός αμάρτυρου ρ. *περι εμέω (< περι με επιτατική σημ. + ἐμέω «κάνω εμετό») …   Dictionary of Greek

  • χολημετώ — και χολεμετῶ, έω, Α κάνω χολώδη έμετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + ημετῶ (< ημετος < ἐμῶ «κάνω εμετό»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»