Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐμεσία

См. также в других словарях:

  • εμεσία — ἐμεσία, η (Α) τάση για εμετό …   Dictionary of Greek

  • ἐμεσίας — ἐμεσίᾱς , ἐμεσία disposition to vomit fem acc pl ἐμεσίᾱς , ἐμεσία disposition to vomit fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμεσίαι — ἐμεσίᾱͅ , ἐμεσία disposition to vomit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενεμεσία — κενεμεσία, ἡ (Α) ναυτία, αναγούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ἐμεσία «τάση για εμετό» (< ἐμῶ «κάνω εμετό»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»