-
1 ερσηεις
ἑρσήεις, ἐερσήεις1) покрытый росой, росистый(λωτός Hom.; κύπειρος HH.; λειμών Anth.)
2) словно умытый росой, т.е. свежий, не подвергшийся тлению(ἐ. καὴ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора)
-
2 εερσηεις
-
3 εερσηεις...
ἐερσήεις...ἑρσήεις, ἐερσήεις1) покрытый росой, росистый(λωτός Hom.; κύπειρος HH.; λειμών Anth.)
2) словно умытый росой, т.е. свежий, не подвергшийся тлению(ἐ. καὴ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора)
См. также в других словарях:
ερσήεις — ἑρσήεις, εσσα, εν και επικ. τ. ἐερσήεις, εσσα, εν και δωρ. ἑρσάεις, εσσα, εν (Α) [έρση] 1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών») 2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος … Dictionary of Greek
ἑρσήεις — dewy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσῆεν — ἑρσήεις dewy masc voc sg ἑρσήεις dewy neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσήεντα — ἑρσήεις dewy neut nom/voc/acc pl ἑρσήεις dewy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐερσήεις — ἑρσήεις dewy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐερσήεντι — ἑρσήεις dewy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσήεντι — ἑρσήεις dewy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσήεντος — ἑρσήεις dewy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσήεσσαι — ἑρσήεις dewy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερσώδης — ἐρσώδης, ες (Α) [έρση] δροσερός, βλ. ερσήεις … Dictionary of Greek