Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

άστριον

См. также в других словарях:

  • αστρίον — ἀστρίον, το (Μ) το μικρό άστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του άστρον] …   Dictionary of Greek

  • ἄστριον — architectural ornament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρίοις — ἄστριον architectural ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρίου — ἄστριον architectural ornament neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρίων — ἄστριον architectural ornament neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστρια — ἄστριον architectural ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • ἄστρι' — ἄστρια , ἄστριον architectural ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»