-
121 εὐάς
II Εὔας, ὁ, a name of Bacchus, Hsch. -
122 εὐιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐιακός
-
123 εὐπέδιος
εὐπέδιος, ον,A with level or good soil, Q.S.11.125, perh. f.l. for εὐρυπέδοιο:—fem. [full] εὐπεδιάς, άδος, Sch.Ar.Lys.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπέδιος
-
124 ζίλαι
A v. ζελᾶς. [full] ζινίχιον, τό, shoe-latchet, Suid. [full] ζιτᾶνα· καταπύγονα, Hsch. [full] ζίφυιος, Elean for δίφ-. [full] ζίω, = ζητέω, EM411.51: ζίεται· ζητεῖται, ibid., Hsch. [full] ζμαράγδινος, v. σμαρ-. [full] ζμάω, v. σμάω. [full] ζμῆμα, v. σμῆμα. [full] ζμιρριεῖα, τά, emery, IG12(8).51.20 (Imbros, ii B.C.); cf. σμύρις. [full] ζμύρνη, [full] ζμύρνινος, etc., v. σμύρν-. [full] ζόα, [full] ζόη, [full] ζοτα, v. ζωή. [full] ζόασον· σβέσον, Hsch. [full] ζοός, v. ζωός. [full] ζορκάς, άδος, and ζόρξ, ζορκός, ἡ, v. δορκάς. [full] ζούγωνερ, [dialect] Lacon. for ζύγωνες, ploughing oxen, Id. [full] ζούϊον ἢ ζοῦον θηρίον, ἢ ἐρυσίπελας, Id. (Prob. Thess. for ζῷον.) [full] ζούσθω· ζωννύσθω, Id. (Prob. Thess.) -
125 θακαθαλπάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θακαθαλπάς
-
126 θαλυσιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλυσιάς
-
127 θαμνάς
-
128 θοάς
См. также в других словарях:
ἅδος — satiety neut nom/voc/acc sg ἅδος satiety masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek
Φθιάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπη μορφή θηλ. τού επιθ. Φθῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ἐρετρι άς)] … Dictionary of Greek
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πενθεράς — άδος, ἡ, Α η πεθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάς — άδος, ἡ, Μ ποσό που αποτελείται από δεκαπέντε μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άς)] … Dictionary of Greek
περιτροχάς — άδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που γυρίζει εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτρέχω + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek