-
61 αἰγιάς
-
62 αἱμάς
-
63 αὐλωνιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλωνιάς
-
64 αὐροσχάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐροσχάς
-
65 αὐτοδεκάς
A the series 1, 2,.. 10, Plot.6.6.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδεκάς
-
66 αὐτοδυάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδυάς
-
67 αὐτοενάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοενάς
-
68 αὐτοεννεάς
A the ideal number nine, Alex.Aphr.in Metaph.836.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοεννεάς
-
69 αὐτοεξάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοεξάς
-
70 αὐτοτετράς
A abstract number four, Phlp.in de An.77.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτετράς
-
71 αὐτοτριάς
A the abstract number three, Alex.Aphr.in Metaph.836.24, Phlp. in de An.77.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτριάς
-
72 βαισήνης
βαισήνης· παρ' Ἰνδοῖς τὸ στρατόπεδον, Hsch. [full] βαίσηνος· ὁ στρατός, Id. [full] βαισσόν· βάθος, Id. [full] βαιτάς, άδος, ἡ,A = εὐτελὴς γυνή, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαισήνης
-
73 Βακχιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχιάς
-
74 βασκάς
-
75 βεμβράς
A = μεμβράς, Aristomen. 7, Numen. ap. Ath.7.287c: —[var] Dim. [full] βεμβ<ρ>ίδιον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βεμβράς
-
76 βληχάς
-
77 βλιτάς
-
78 Βορεάς
-
79 βοσκάς
-
80 βουνιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουνιάς
См. также в других словарях:
ἅδος — satiety neut nom/voc/acc sg ἅδος satiety masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek
Φθιάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπη μορφή θηλ. τού επιθ. Φθῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ἐρετρι άς)] … Dictionary of Greek
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πενθεράς — άδος, ἡ, Α η πεθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάς — άδος, ἡ, Μ ποσό που αποτελείται από δεκαπέντε μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άς)] … Dictionary of Greek
περιτροχάς — άδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που γυρίζει εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτρέχω + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek