-
1 θακαθαλπάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θακαθαλπάς
См. также в других словарях:
θακαθαλπάς — ( άδος), ή (Α) η όρνιθα που επωάζει, η κλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *θακο θαλπάς (με αφομοίωση) < θάκος* + θάλπω] … Dictionary of Greek