Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

άδαι

См. также в других словарях:

  • Άδαι — Τοπωνύμια της αρχαιότητας. 1. Αρχαία αιολική πόλη στη Μικρά Ασία, κοντά στην Κύμη. 2. Χώρα της βόρειας Αφρικής, κοντά στην Καρχηδόνα. Εκεί οι Ρωμαίοι νίκησαν τους Καρχηδόνιους το 256 π.Χ …   Dictionary of Greek

  • Ἄδαι — Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄδᾳ — Ἄδαι , Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὦδ' — Ἄδα , Ἄδα fem nom/voc sg Ἄδαι , Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»