Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κέλωρ

См. также в других словарях:

  • κέλωρ — κέλωρ, ωρος, ὁ (Α) 1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος 3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από *κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα *ker «αυξάνω») και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • κέλωρ — son masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελώροιν — κέλωρ son masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελώρων — κέλωρ son masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλωρα — κέλωρ son masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλωρας — κέλωρ son masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλωρε — κέλωρ son masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλωρες — κέλωρ son masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλωρι — κέλωρ son masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλωρος — κέλωρ son masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλωρσι — κέλωρ son masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»