-
81 σκαληνο-ειδής
σκαληνο-ειδής, ές, von schiefem Ansehen, Hippocr.
-
82 σκοπελο-ειδής
σκοπελο-ειδής, ές, felsenartig, übh. felsig, Schol. Pind. P. 4, 208.
-
83 σκορπιο-ειδής
σκορπιο-ειδής, ές, skorpionartig, skorpionähnlich; τὸ σκ., eine Pflanze, wegen der Aehnlichkeit des Saamens mit einem Skorpionsschwanze, Diosc.
-
84 σκορδο-ειδής
σκορδο-ειδής, ές, knoblauchartig, Diosc.
-
85 σκοτο-ειδής
σκοτο-ειδής, ές, finster, dunkel von Ansehen, Hesych.
-
86 σελαχο-ειδής
σελαχο-ειδής, ές, dem Fischgeschlechte σέλαχος ähnlich, von der Art desselben.
-
87 σιο-ειδής
-
88 σκηνο-ειδής
σκηνο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Zeltes, Theaters, Sp.
-
89 σκληρο-ειδής
σκληρο-ειδής, ές, von harter Art, Hesych. v. ἶπες.
-
90 σεληνο-ειδής
σεληνο-ειδής, ές, mondartig, mondförmig, Suid. v. μηνοειδής.
-
91 σκολοπο-ειδής
σκολοπο-ειδής, ές, von der Art, Gestalt eines Pfahls, wie ein Pfahl zugespitzt, Sp.
-
92 σελῑνο-ειδής
σελῑνο-ειδής, ές, eppichartig, -ähnlich, Diosc.
-
93 σαγο-ειδής
σαγο-ειδής, ές, mantelähnlich, Phavor.
-
94 σησαμο-ειδής
σησαμο-ειδής, ές, 1) sesamartig, der Sesampflanze od. ihrem Saamen ähnlich. – 2) σησαμοειδὲς μέγα u. μικρόν, zwei sesamähnliche Pflanzen, Diosc.
-
95 σολοικο-ειδής
σολοικο-ειδής, ές, einem Sprachfehler ähnlich, Gramm.
-
96 σῑμο-ειδής
σῑμο-ειδής, ές, stumpfnasig von Ansehen, Ael. H. A. 12, 17.
-
97 τρωγλο-ειδής
τρωγλο-ειδής, ές, höhlenartig, Schol. Nic. Ther. 375.
-
98 τραπεζο-ειδής
τραπεζο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, τραπέζιον; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.
-
99 τραχηλο-ειδής
τραχηλο-ειδής, ές, dem Halse, dem Nacken ähnlich, Hesych.
-
100 τρι-ποδο-ειδής
τρι-ποδο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Dreifußes, Sp.
См. также в других словарях:
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
εἰδῇς — οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδῃς — οἶδα see perf subj act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδῆις — εἰδῇς , οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοειδής — θερμοειδής, ές (Α) αυτός που έχει θερμή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ευ ειδής, κερατο ειδής] … Dictionary of Greek
θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ετερειδής — ἑτερειδής, ές (Α) ετεροειδής, φανταστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ετεροειδής — ές (ΑΜ ἑτεροειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος 2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος (νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος), πρβλ … Dictionary of Greek
ευειδής — ές (ΑΜ εὐειδής, ές) αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές η καλλονή, η ομορφιά τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσ… … Dictionary of Greek
ευλαβοειδής — εὐλαβοειδής, ές (Μ) ευλαβής, πλήρης σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλαβο (< ευλαβής) + ειδής < είδος (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek