Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τραπεζο-ειδής

См. также в других словарях:

  • θηροειδής — θηροειδής, ές (Α) 1. όμοιος με θηρίο 2. (κατά τον Ησύχ.) «θηροειδεῑς ἐφαπτίδες ποικίλως διηνθισμέναι» φορέματα με ποικίλα στολίσματα, με διάφορες μορφές θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + ειδής (< είδος), πρβλ. κολλο ειδής, τραπεζο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοειδής — ές (Α κεφαλοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ειδής (< είδος), πρβλ. καρφο ειδής, τραπεζο ειδής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»