-
1 τραπεζο-ειδής
τραπεζο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, τραπέζιον; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.
-
2 τραπεζοειδής
τρᾰπεζο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζοειδής
-
3 τραπεζοειδής
τραπεζο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks -
4 τραπεζοειδης
См. также в других словарях:
θηροειδής — θηροειδής, ές (Α) 1. όμοιος με θηρίο 2. (κατά τον Ησύχ.) «θηροειδεῑς ἐφαπτίδες ποικίλως διηνθισμέναι» φορέματα με ποικίλα στολίσματα, με διάφορες μορφές θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + ειδής (< είδος), πρβλ. κολλο ειδής, τραπεζο ειδής] … Dictionary of Greek
κεφαλοειδής — ές (Α κεφαλοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ειδής (< είδος), πρβλ. καρφο ειδής, τραπεζο ειδής] … Dictionary of Greek