-
1 σκορδο-ειδής
σκορδο-ειδής, ές, knoblauchartig, Diosc.
-
2 σκορδοειδής
σκορδο-ειδής, ές, knoblauchartig -
3 σκοροδοειδής
σκοροδο-ειδής, ές,A v.l. for σκορδο-, Dsc.3.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοροδοειδής
См. также в других словарях:
σκορδοειδής — ές, ΝΑ, και σκοροδοειδής, ές, Α όμοιος με σκόρδο ως προς το σχήμα ή ως προς την οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον / σκόροδον + ειδής*] … Dictionary of Greek