-
1 σκορπιο-ειδής
σκορπιο-ειδής, ές, skorpionartig, skorpionähnlich; τὸ σκ., eine Pflanze, wegen der Aehnlichkeit des Saamens mit einem Skorpionsschwanze, Diosc.
-
2 σκορπιοειδής
σκορπιο-ειδής, ές,II σκορπιοειδές, τό, scorpion-wort (so called because of the like ness of its seed to a scorpion's tail), Scorpiurus sulcata, Dsc.4.192; cf. σκορπίουρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκορπιοειδής
-
3 σκορπιοειδής
σκορπιο-ειδής, ές, skorpionartig, skorpionähnlich; τὸ σκ., eine Pflanze, wegen der Ähnlichkeit des Samens mit einem Skorpionsschwanze
См. также в других словарях:
σκορπιοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με σκορπιό, κυρίως, ως προς το σχήμα νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σκορπιοειδή ζωολ. παλαιότερη ονομασία τής τάξης αραχνιδίων σκορπιοί (Ι) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιοειδές φυτό που ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητα που … Dictionary of Greek