Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκορπιο-ειδής

См. также в других словарях:

  • σκορπιοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με σκορπιό, κυρίως, ως προς το σχήμα νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σκορπιοειδή ζωολ. παλαιότερη ονομασία τής τάξης αραχνιδίων σκορπιοί (Ι) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιοειδές φυτό που ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητα που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»