-
1 ἴον
A violet, Viola odorata,στέφανοι ἴων Sapph.Supp.23.12
, cf. Pi.O.6.55, etc.;καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐντί Theoc.10.28
, cf. AP4.21 (Mel.); κυαναυγές ib.5.73 (Rufin.);ἴ. τὸ μέλαν Thphr.HP1.13.2
, CP1.13.12; ἴον alone, Dsc. 4.121:—in Od.5.72, λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, there were vv.ll. σίου (Ptol. Euerg.) and θρύου.II ἴον τὸ λευκόν ( = λευκόϊον, q.v.) gilliflower, Matthiola incana, Thphr.HP6.6.3; also ἴον alone, ib.6.8.1.IV generally, any flower, EM473.10.V a precious stone of dark colour, Plin.HN37.170. ( ϝίον, cf. γία· ἄνθη, Hsch., Lat. viola.) -
2 ἴον
Grammatical information: n.Meaning: `violet' (Hom., Thphr.).Compounds: Determin. comp. λευκό-ϊον = ἴον λευκόν `stock-gillyflower' (Thphr.; Risch IF. 59, 257); often as 1. member, e. g. ἰο-ειδής `violet-coloured' ( πόντος; Il.), ἰο-στέφανος `violet-crowned', Athen (h. Hom. 6, 18, Pi., Thgn.), ἰό-κολπος `with violet bossom' (Sapph.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 171), ἰο-δνεφής, s. δνόφος; on ἰάνθινος s. v. Wrong Bénaky REGr. 28, 16ff.: ἴον in ἰο-ειδής etc. IIp referring to the colour.Derivatives: ἰόεις `violet-coloured' = `dark-blue' ( σίδηρος Ψ 850, θάλασσα Nic.); ἰωνιά `violet-bed', also plant-name (Thphr.), after ῥοδων-ιά, θημων-ιά (Scheller Oxytonierung 70f.); ἰοντῖτις f. plant-name = ἀριστολόχεια (Dsc.; after κληματῖτις?, Redard Les noms grecs en - της 72).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Medit.Etymology: H. γία (= Ϝία) ἄνθη and the epic metrics confirm the connection with Lat. viola; both prob. come from a Mediterranean language, s. W.-Hofmann s. v.Page in Frisk: 1,729Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴον
-
3 ίον
-
4 ἴον
-
5 ἴον
-
6 Ίον
-
7 Ἴον
-
8 ιόν
εἶμιibo: pres part act masc voc sgεἶμιibo: pres part act neut nom /voc /acc sgεἰμίsum: pres part act masc voc sg (doric)εἰμίsum: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric)ἰός 1arrow: masc acc sgἰός 1arrow: neut nom /voc /acc sgἰ̱όν, ἰός 2poison: masc acc sg -
9 ἰόν
εἶμιibo: pres part act masc voc sgεἶμιibo: pres part act neut nom /voc /acc sgεἰμίsum: pres part act masc voc sg (doric)εἰμίsum: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric)ἰός 1arrow: masc acc sgἰός 1arrow: neut nom /voc /acc sgἰ̱όν, ἰός 2poison: masc acc sg -
10 ἴον
1 violet ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Ἴαμος) O. 6.55 τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17. -
11 ἴον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἴον
-
12 ἴον
-
13 ιον
I.IIIII.(ῐ) τό фиалка(λειμῶνες ἴου θήλεον Hom.; ἥ μέλιττα βαδίζει ἀπὸ ἴου ἐπὴ ἴ. Arst.; ἴων καὴ ῥόδων λειμῶνες Plut.)
-
14 ίον
το фиалка;ίον τό τρίχρουν — анютины глазки
-
15 ιόν
(-όντος) τό физ. ион -
16 ιον(τ)ισμός
ο ионизация -
17 ιον(τ)ισμός
ο ионизация -
18 ἰόν
[от] ржавчиныΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰόν
-
19 λευκό-ϊον
λευκό-ϊον, τό, d. i. λευκὸν ἴον, das weiße Veilchen, die Levkoie, von ihrem Geruch benannt, Hippocr.; Pol. 34, 8, 5; Theocr. 7, 64 u. a. Sp.
-
20 μελάν-ιον
См. также в других словарях:
ἴον — violet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιον — (ΑΜ ιον) βλ. ιος, ια, ιον … Dictionary of Greek
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
ιόν — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
ιόν — το ιόντος, πληθ. ιόντα, κάθε ηλεκτρισμένο άτομο ή σύμπλεγμα ατόμων που κινείται προς τον αντίθετα ηλεκτρισμένο πόλο: Ιόντα υδρογόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰόν — εἶμι ibo pres part act masc voc sg εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc sg εἰμί sum pres part act masc voc sg (doric) εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἰός 1 arrow masc acc sg ἰός 1 arrow neut nom/voc/acc sg ἰ̱όν , ἰός 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴον — Ἴος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτάλ(λ)ιον — καρτάλ(λ)ιον, τὸ (Α) μικρό καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρταλ(λ)ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ειδώλ ιον, κιόν ιον)] … Dictionary of Greek
κωράλ(λ)ιον — κωράλ(λ)ιον, τὸ (Α) βλ. κοράλλι … Dictionary of Greek
στρούθ(ε)ιον — τὸ, Α βλ. στρούθειος … Dictionary of Greek
Αντονέσκου, Ίον — (Ion Antonescu, 1882 – 1946). Ρουμάνος στρατηγός και πολιτικός.Υπήρξε μέλος του γενικού επιτελείου της χώρας του κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1933 έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου… … Dictionary of Greek