-
1 θημών
-
2 θημων
-
3 θημών
θημώνheap: masc nom /voc sg -
4 θημών
A heap,ἠΐων θημῶνα.. καρφαλέων Od.5.368
;θ. ἀχύρων Arist.Mete. 344a26
;θημῶνα νηῆσαι Opp.H.4.496
, cf. Ph. ap. Eus.PE8.7: pl., Ph.2.97. -
5 θημῶν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θημῶν
-
6 θημών
-
7 θημών
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θημών
-
8 κακο-θήμων
κακο-θήμων, ον, Ggstz von εὐϑήμων, scheint nicht vorzukommen.
-
9 εὐ-θήμων
εὐ-θήμων, ον, Alles an seinen rechten Platz setzend ( τίϑημι), wohl ordnend, in Ordnung erhaltend, δμωαὶ γυναῖκες δωμάτων εὐϑήμονες Aesch. Ch. 78, Schol. εὖ τιϑεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον; übh. ordnungsliebend, Arist. H. A. 9, 17. 32. – Auch pass., wohl geordnet, ἀοιδή Ap. Rh. 1, 569, Schol. εὖ διατεϑειμένη, εὐπόνητος.
-
10 ὑπο-θήμων
-
11 σημών
-
12 θωμός
-
13 θημονιά
-
14 ευθημων
2, gen. ονος adj. любящий порядок, аккуратный, опрятный(ἥ σίττη Arst.)
δμωαὴ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. — рабыни, держащие в порядке дом -
15 καρφαλεος
-
16 θημώνα
-
17 θημῶνα
-
18 θημώνας
-
19 θημῶνας
-
20 θημώνες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] … Dictionary of Greek
θημών — heap masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημῶνα — θημών heap masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημῶνας — θημών heap masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημῶνες — θημών heap masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημῶνι — θημών heap masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημῶνος — θημών heap masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
ԴԵՂ — I. (ոյ, ոց. եւ եւս ի, ից.) NBH 1 0608 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c, 12c գ. φάρμακον medicina, medicamen, ῤητίνη resina, κολλούριον collyrium Դարման առողջարար հիւանդաց, եւ Սպեղանի վիրաց կամ պատրոյգ. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
стог — род. п. а, укр. стiг, род. п. стогу, блр. стог, русск. цслав., сербск. цслав. стогъ θημών, болг. стог (Младенов 609), сербохорв. штокавск., чак. сто̑г, род. п. сто̏га, но также чак. сто̏г, род. п. сто̀га (Ван Вейк, AfslPh 36, 340), словен. stòg … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ευθήμων — εὐθήμων, ον (Α) 1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.) 2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα … Dictionary of Greek