-
1 σιού
-
2 σιοῦ
-
3 σίου
σίονwater parsnip: neut gen sg -
4 Κίου Σίου
-
5 φυσιού
φῡσιοῦ, φυσιόωdispose one naturally: pres imperat mp 2nd sgφῡσιοῦ, φυσιόωdispose one naturally: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
6 φυσιοῦ
φῡσιοῦ, φυσιόωdispose one naturally: pres imperat mp 2nd sgφῡσιοῦ, φυσιόωdispose one naturally: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
7 χρυσίου
χρῡσίου, χρύσεοςgolden: masc /neut gen sg (aeolic)χρῡσίου, χρυσίονa piece of gold: neut gen sg -
8 σίον
-
9 Ασίου
-
10 Ἀσίου
-
11 Μυσίου
Μῡσίου, Μύσιοςmasc /neut gen sg -
12 Πασίου
Πᾱσίου, Πάσιοςmasc gen sgΠασίηςmasc gen sg (doric) -
13 καρχασίου
καρχᾱσίου, καρχήσιονdrinking-cup: neut gen sg (doric) -
14 ρυσίου
-
15 ῥυσίου
-
16 φυλασίου
φυλᾱσίου, φυλάσιοςa man of Phyle: masc gen sg -
17 ἴον
A violet, Viola odorata,στέφανοι ἴων Sapph.Supp.23.12
, cf. Pi.O.6.55, etc.;καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐντί Theoc.10.28
, cf. AP4.21 (Mel.); κυαναυγές ib.5.73 (Rufin.);ἴ. τὸ μέλαν Thphr.HP1.13.2
, CP1.13.12; ἴον alone, Dsc. 4.121:—in Od.5.72, λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, there were vv.ll. σίου (Ptol. Euerg.) and θρύου.II ἴον τὸ λευκόν ( = λευκόϊον, q.v.) gilliflower, Matthiola incana, Thphr.HP6.6.3; also ἴον alone, ib.6.8.1.IV generally, any flower, EM473.10.V a precious stone of dark colour, Plin.HN37.170. ( ϝίον, cf. γία· ἄνθη, Hsch., Lat. viola.)
См. также в других словарях:
Σιου — Γαλλική λέξη (Sioux), που χρησιμοποιείται για την ονομασία ενός λαού Ινδιάνων ιθαγενών της Β. Αμερικής. Ήταν μια από τις σημαντικότερες φυλές αλλά σήμερα είναι περιορισμένη σε μερικές μόνο χιλιάδες. Οι Σ. κατοικούσαν στις πεδιάδες του Αρκάνσας… … Dictionary of Greek
σιοῦ — θεός God masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίου — σίον water parsnip neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουάν Σίου — (Kuan Hsiu, Τσεκιάνγκ 832 – Τσενγκ Του 912). Κινέζος ιερέας, ζωγράφος και ποιητής. Εργάστηκε κυρίως στην επαρχία Σετσουάν και υπήρξε ο πρώτος εκφραστής της τέχνης αρχάτ (ιερές εικόνες ζωγραφισμένες από μοναχούς της βουδιστικής θρησκείας). Του… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… … Dictionary of Greek
Κρόου — (Crow). Λαός αυτοχθόνων της Βόρειας Αμερικής. Ανήκουν φυλετικά στους Σιου, ενώ παλαιότερα κατοικούσαν στην ανατολική Μοντάνα και στο Γουαϊόμινγκ (ΗΠΑ). Η εθνική ονομασία του λαού αυτού είναι Αμπσάροκα (άνθρωποι πουλιά), την οποία οι Γάλλοι… … Dictionary of Greek
Μισούρι — I (Missouri). Ποταμός (4.740 χλμ.) των ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος δεξιός παραπόταμος του Μισισιπή. Πηγάζει από τις ανατολικές πλαγιές των Βραχωδών Ορέων και σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Τζέφερσον και Μάντισον. Το μεγαλύτερο μέρος του πάνω ρου… … Dictionary of Greek
Τ’άι Π’ινγκ — Η μεγαλύτερη κινεζική αγροτική εξέγερση του 19ου αι. (1851 64). Αρχηγός της ήταν ο Χουνγκ Σιου τσιάν (1813 1864), χωρικός από το Κουανγκσί, ο οποίος επηρεάστηκε πολύ από τη διδασκαλία των χριστιανών ιεραπόστολων. Αφού έγινε και ο ίδιος κήρυκας… … Dictionary of Greek
φυσιοῦ — φῡσιοῦ , φυσιόω dispose one naturally pres imperat mp 2nd sg φῡσιοῦ , φυσιόω dispose one naturally imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίου — χρῡσίου , χρύσεος golden masc/neut gen sg (aeolic) χρῡσίου , χρυσίον a piece of gold neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)