-
1 ωρύομαι
-
2 ὠρύομαι
-
3 ὠρύομαι
ὠρύομαι, 1) heulen, brüllen, bes. von der Stimme hungriger Hunde, Zenodot. bei Ammon.; Coluth. 116; Wölfe, Callim. nach Poll. 5, 86; Löwen u. andere Raubthiere, Theocr. 2, 35 u. a. Sp. – 2) trans., beheulen, bejammern, Theocr. 1, 71. – 3) seltener von der menschlichen Stimme, laut schreien, rufen, Pind. Ol. 9, 117, im aor.; heulen, wehklagen, Her. 3, 117; auch jubeln, jauchzen, 4, 75. – Uebertr. vom dumpfen, dem Geheul ähnlichen Brausen der Meereswogen, ὠρῦον κῦμα Antp. Sid. 8 (XI, 31); ὠρύεται οἶδμα ϑαλάσσης D. Per. 83. – Das act. erwähnt Suid. – [Υ der Regel nach durch alle tempp. lang, bei D. Per. im praes. kurz.]
-
4 ωρυομαι
1) реветь, выть(κύνες ὠρύονται Theocr. λύκοι ὠρυόμενοι Plut.)
θαλάσσης ὠρῦον κῦμα (act. = med.) Anth. — ревущие морские волны;ὠ. οἴκτιστον ἐπί τινι Luc. — жалобно выть по ком-л.2) ( о людях) вопить, выть Pind.3) с воем оплакивать(τινα Theocr.)
-
5 ὠρύομαι
1 shout ὄρθιον ὤρῦσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (ὄρουσαι, ὤρουσαι vv. ll.) O. 9.109 -
6 ὠρύομαι
A : [tense] aor.ὠρῡσάμην Pi.O.9.109
:—[dialect] Ion. and poet. Verb, very rarely used in [dialect] Att. (v. infr.), howl, prop. of wolves and dogs, Call.Fr. 423, Theoc.2.35, Coluth. 116, D.S.1.87; of lions, roar, A.R.4.1339; of animals generally, Plu.2.973a, LXX Wi.17.19; ὄρθιον ὤρυσαι Pi.l.c., cf. LXX Ps.37(38).9; of primitive folk, either in mourning, Hdt.3.117, or in joy, Id.4.75;ὥσπερ ἀπόπληκτοι.. ὠρύονται Pl.Com.130
; of the sea, D.P.83.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠρύομαι
-
7 ὠρύομαι
ὠρύομαι, (1) heulen, brüllen, bes. von der Stimme hungriger Hunde, Wölfe, Löwen u. andere Raubtiere; (2) trans., beheulen, bejammern; (3) seltener von der menschlichen Stimme: laut schreien, rufen, heulen, wehklagen, jubeln, jauchzen. Übertr. vom dumpfen, dem Geheul ähnlichen Brausen der Meereswogen -
8 ὠρύομαι
ὠρύομαι mid. dep. fut. 3 sg. ὠρύσεται Hos 11:10 (Pind., Hdt. et al.; LXX) to roar of lions (Apollon. Rhod. 4, 1339; Dio Chrys., Or. 77 + 78 §35; Judg 14:5; Ps 21:14; Jer 2:15; Philo, Somn. 1, 108.—What drives them to it is hunger: Hesych., ὠρυομένων of wolves and lions) 1 Pt 5:8. καὶ γὰρ ὠρύετο πικρῶς καὶ ἐμβρ[ιμῶς] for (the lion) roared fiercely and furiously AcPl Ha 2, 7.—DELG. M-M. -
9 ὠρύομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὠρύομαι
-
10 ωρύομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ωρύομαι
-
11 ωρύομαι
-
12 ὠρύομαι
рыкать, реветь, выть.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὠρύομαι
-
13 ὠρύομαι
+ V 0-2-5-3-2=12 Jgs 14,5; Jer 2,15; Ez 22,25; Hos 11,10to roar (of lions) JgsB 14,5; id. (of wild anim.) Wis 17,18; to howl, to roar (of pers.) Ps 37(38),9 Cf. SHIPP 1979, 586(→ἐπὠρύομαι,,) -
14 ωρύομαι
beugler -
15 ωρύομαι
ryczeć czas. -
16 ωρύομαι
1) řičet2) řvát -
17 ωρύομαι
roarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ωρύομαι
-
18 κατ-ωρύομαι
κατ-ωρύομαι, sehr heulen, Apolld. 3, 4, 4.
-
19 ἀντ-ωρύομαι
ἀντ-ωρύομαι, dagegen heulen, Schol.
-
20 ἀν-ωρύομαι
ἀν-ωρύομαι, aufheulen, klagend ertönen lassen, πένϑος Mel. 124 (VII, 468); Heliod. 10, 16.
См. также в других словарях:
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
ωρύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὠρύομαι — ὠρύ̱ομαι , ὠρύομαι howl pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρύομαι — 1. σχετικά με ζώα, βγάζω άγρια κραυγή, γαβγίζω, ουρλιάζω, σκούζω. 2. σχετικά με ανθρώπους, κραυγάζω σαν άγριο θηρίο, θρηνώ: Ωρύεται από το κακό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορύομαι — ὀρύομαι (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι] … Dictionary of Greek
рык — род. п. а, рыкать, укр. рикати, аю, блр. рыкаць, др. русск., ст. слав. рыкати βρύχειν (Супр.), болг. рикам реву , сербохорв. рикати, ри̑че̑м, словен. rikati, ričem, ričati, чеш. rуk рев , rуčеti реветь , слвц. ryk, rуčаt᾽, польск. ryk, rусzеc, в … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
ρυάζομαι — Ν ωρύομαι, ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠρύομαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ω και κατάλ. άζομαι] … Dictionary of Greek
ωρυώμαι — άομαι, Α ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὠρύομαι, κατά τα συνηρημένα σε ῶμαι] … Dictionary of Greek
κατωρυομένων — κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp fem gen pl κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)