-
1 ωλισθησα
-
2 ωλίσθησα
-
3 ὠλίσθησα
-
4 ὠλίσθησα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠλίσθησα
-
5 ὀλισθαίνω
ὀλισθαίνω od. ὀλισθάνω, welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf - αίνω steht; fut. ὀλισϑήσω, aor. ὤλισϑον, selten u. erst bei Sp. ὠλίσϑησα, vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσϑηκα; – ausgleiten, auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνϑ' Αἴας μὲν ὄλισϑε ϑέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισϑε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so νηός, Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισϑοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισϑάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισϑάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα, Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισϑεῖν ἐπ' ἰσχίον, Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισϑεύω und ὀλισϑέω, als praes., = ὀλισϑαίνω, sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete ὄλισϑος führt wahrscheinlich auf den Stamm λεῖος, λίσπος zurück.
-
6 ολισθανω
Plut. ὀλισθαίνω [λίσπος и λισσός] (fut. ὀλισθήσω, aor. 2 ὤλισθον - эп. ὄλισθον; поздн. aor. 1 ὠλίσθησα, pf. ὠλίσθηκα) скользитьὄλισθε θέων Hom. — (Эант) поскользнулся на бегу;
ἐξ ἀντύγων ὤλισθε Soph. — (Орест) скатился с колесницы;ὀλισθεῖν ἐπ΄ ἰσχίον Anth. — (поскользнувшись), упасть на бедро;ὀλισθεῖν εἰς νοῦσον Anth. — заболеть -
7 ολισθαίνω
(ε) (αόρ. ωλίσθησα) αμετ.1) скользить; 2) перен. спотыкаться; делать ложный, неверный шаг; совершать ошибку -
8 διολισθάνω
διολισθάνω (in Pl.Ly. 216d codd. -αίνω, cf. Luc.Cont.1, al., Lib. Or.11.225), [dialect] Ion. [tense] aor.A- ωλίσθησα Hp.Art.63
: [tense] aor. 2 inf.διολισθεῖν Ar.Nu. 434
:—slip through,ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40
; of a bone put out, ib.63; δ. τοὺς χρήστας to give them the slip, Ar. l. c.;δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl.
l. c.; ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων, of a ship, Luc.Dom. 12: abs., slip away, Id.Anach.28,29; δ. τὴν γλῶσσαν slipping with his tongue, of one drunken, Id.Vit.Auct.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διολισθάνω
-
9 κατολισθάνω
Aκατόλισθε A.R.1.390
: [tense] aor. 1 - ωλίσθησα Alciphr.3.64: [tense] pf. - ωλίσθηκα Orib.50.42.3:—slip, sink down, Str.4.6.6; of hernia, Gal.l.c.; of a building, collapse, Agath.1.10: metaph., ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα, Luc. Abd.28, Alciphr. l.c.;εἰς τὸ βλάσφημον Ael.Fr.60
;εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατολισθάνω
-
10 ὀλισθάνω
ὀλισθ-άνω (also [suff] ὀλισθ-αίνω Arist.Pr. 936a15, 939a26, A.R.1.377, etc., but never in good [dialect] Att.): [tense] fut.A , Nonn.D.36.458 : [tense] pf.ὠλίσθηκα Hp.Art.57
, 65 : [tense] plpf. ὠλισθήκειν (v. infr. 11.1): [tense] aor.ὠλίσθησα AP9.125
, Str.Chr.4.8 (p.476 Kr.), etc. ; [ per.] 3pl.ὠλίσθησαν Nic.Fr.74.51
(codd. Ath., ὠλίσθηναν cj. Schn.) ; part. fem.ὀλισθήνασα Id.Al.89
: but in classical [dialect] Att. always [tense] aor. 2 ὤλισθον, part. ὀλισθών, inf. ὀλισθεῖν (Hom. only in Il., in [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ὄλισθε, v. infr.):—slip, fall upon a slippery path,ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Il.23.774
; ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν his liver fell from him, 20.470 ; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε he slipped from.., S.El. 746 ;ὀ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος Arist.Mech. 854a19
;νηὸς ὀλισθών AP9.267
(Phil.) ; ὐ. εἴσω, ἔξω, of a bone, slip out of the socket on one side or the other, Hp.Fract.14,37 ; slips, loses its force,S.
Fr. 960 : metaph.,ὀ. εἰς νοῦσον AP7.233
(Apollonid.);ἐς Ἅιδου IG14.1642
; in moral sense, make a slip, Ar.Ra. 690 ; in literary sense,εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.Herc.831.5
.2 slip or glide along,ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα Pl.Cra. 427b
;βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Theoc.25.230
.II causal, sprain by slipping,ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.
V A3.39, cf. Gym.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλισθάνω
См. также в других словарях:
ὠλίσθησα — ὀλισθάνω slip aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… … Dictionary of Greek