Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὠλίσθηκα

См. также в других словарях:

  • ὠλισθήκασι — ὠλισθήκᾱσι , ὀλισθάνω slip perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλισθήκασιν — ὠλισθήκᾱσιν , ὀλισθάνω slip perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολισθητικός — ή, ό (Α ὀλισθητικός, ή, όν) αυτός που κάνει κάτι ολισθηρό νεοελλ. γλιστερός, ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθη τού ὀλισθάνω (πρβλ. ὠλίσθηκα), πιθ. μέσω αμάρτυρου επιθ. *ολισθητός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»