Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠλέν-η

См. также в других словарях:

  • ὦλεν — ἄλεν , εἴλω shut in aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Elle, die — Die Êlle, plur. die n. 1) * Eigentlich, der Theil des Vorderarmes von dem Elbogen bis zur Handwurzel; in welcher Bedeutung es aber längst veraltet ist. 2) Ein Längenmaß, welches in den ältesten Zeiten der Länge dieses Theiles des Armes glich,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • κερκιδωλενικός — ή, ό ανατ. αυτός που αναφέρεται στην κερκίδα και στην ωλένη συγχρόνως («κερκιδωλενική διάρθρωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος + ώλεν ικός (< ώλένη). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. radiocubital] …   Dictionary of Greek

  • υπωλένιος — ον, θηλ. και ία, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την ωλένη («τῷ μὲν τόξον ἔδωκεν ὑπωλένιόν τε φαρέτραν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὑπ ὠλένῃ (πρβλ. ἐπ ωλέν ιος)] …   Dictionary of Greek

  • ωτίτης — ο, Ν το μικρό δάχτυλο τού χεριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή με αυτό ξύνει κανείς, συνήθως, το αφτί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + επίθημα ίτης* (πρβλ. ωλεν ίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»