-
1 ὠλενίτης
A of the arm, Lyc. 155.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠλενίτης
См. также в других словарях:
ωτίτης — ο, Ν το μικρό δάχτυλο τού χεριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή με αυτό ξύνει κανείς, συνήθως, το αφτί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + επίθημα ίτης* (πρβλ. ωλεν ίτης)] … Dictionary of Greek