-
1 ὠλένιος
A in the elbow or arm, αἲξ ὠ. the star Capella in the elbow of Auriga, Arat.164, v. Sch.; misinterpreted as Ὠλένιος (cf. Ὤλενος), Str.8.7.5.II v. Ὤλενος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠλένιος
См. также в других словарях:
υπωλένιος — ον, θηλ. και ία, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την ωλένη («τῷ μὲν τόξον ἔδωκεν ὑπωλένιόν τε φαρέτραν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὑπ ὠλένῃ (πρβλ. ἐπ ωλέν ιος)] … Dictionary of Greek