-
1 ὠκύ-μορος
-
2 ὠκυ-πέτης
-
3 ὠκύμορος
ὠκῠ-μορος, ον,A quickly dying, dying early, of Achilles, Il.1.417, 18.95, 458;ὠκυμορώτατος ἄλλων 1.505
; of the suitors, Od.1.266, al.; of φιτρός of Meleager, B.5.141; in Epitaphs, Epigr.Gr. 527 ([place name] Beroea), 540 ([place name] Thrace), al.; so in later Prose, Ph.2.45; of flowers, Philostr.Ep.4: of things, transient, J.AJ11.3.6, Ph.1.478: neut. pl. as Adv., Supp.Epigr.6.501 ([place name] Isaura).II [voice] Act., bringing a quick or early death,ἰοί Il.15.441
, Od.22.75;φαρμάκων δυνάμεις Plu.Ant.71
;κώνειον -ώτατον Id. Dio58
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκύμορος
-
4 ὠκύμορος
ὠκύ-μορος, sup. - ρώτατος: quicklydying, doomed to a speedy death, swiftfated, Il. 18.95, Il. 1.417 ; ἶοί, swift-slaying, Od. 22.75.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὠκύμορος
-
5 ὠκύμορος
-
6 ωκυμορος
-
7 ὠκυπέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκυπέτης
-
8 ωκυπετης
См. также в других словарях:
ισόμορος — ἰσόμορος, ον (Α) 1. (για τη σχέση τού Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο 2. όμοιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό μορος, ωκύ μορος] … Dictionary of Greek