1 ὠκυπέτης
ἵππω ὠκυπέτα Il.8.42
ἴρηξ Hes.Op. 212
ὠ. μόρος S.Tr. 1042
χελιδών 11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκυπέτης
ωκυπέτεια — ἡ, Α βλ. ὠκυπέτης … Dictionary of Greek
ωκυπέτης — ὁ, θηλ. ὠκυπέτεια, Α αυτός που πετά ή, γενικά, που κινείται γρήγορα 2. μτφ. αυτός που έρχεται γρήγορα ή πρόωρα («ὠκυπέτᾳ μόρῳ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. ταχυ πέτης] … Dictionary of Greek