Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ὕλλῳ

См. также в других словарях:

  • Ὕλλῳ — Ὕλλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕλλῳ — ὕλλος Egyptian ichneumon masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδύλλω — (Α) φοβάμαι παρά πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός, παράλληλος τ. του βδέω με επίθημα ύλλω, που προέρχεται από τα επίθετα σε υλος] …   Dictionary of Greek

  • δερμύλλω — (Α) έχω στύση τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα τού Ησυχίου «δερμύλλει αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»] …   Dictionary of Greek

  • εξαπατύλλω — ἐξαπατύλλω (Α) υποκορ. τ. τού εξαπατώ, σε κωμ. ποιητ. ενεργώ ή φέρομαι κάπως απατηλά σε κάποιον, εξαπατώ λίγο, ξεγελώ κατά κάποιον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ απατώ + περισταλτική κατάλ. ύλλω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»