-
21 ουφ'
ἐπί, ἐπίbeing upon: indeclform (prep)ὀπί, ὄψvoice: fem dat sgὀπά̱, ὀπήopening: fem nom /voc /acc dualὀπά̱, ὀπήopening: fem nom /voc sg (doric aeolic)ὀπαί, ὀπήopening: fem nom /voc plὀπέ, ὀπόςjuice: masc voc sgὑφά̱, ὑφήweb: fem nom /voc /acc dualὑφά̱, ὑφήweb: fem nom /voc sg (doric aeolic)ὑφαί, ὑφήweb: fem nom /voc plὑπό, ὑπόúpa: indeclform (prep)ὑπαί, ὑπόúpa: epic (poetic indeclform prep) -
22 οὑφ'
ἐπί, ἐπίbeing upon: indeclform (prep)ὀπί, ὄψvoice: fem dat sgὀπά̱, ὀπήopening: fem nom /voc /acc dualὀπά̱, ὀπήopening: fem nom /voc sg (doric aeolic)ὀπαί, ὀπήopening: fem nom /voc plὀπέ, ὀπόςjuice: masc voc sgὑφά̱, ὑφήweb: fem nom /voc /acc dualὑφά̱, ὑφήweb: fem nom /voc sg (doric aeolic)ὑφαί, ὑφήweb: fem nom /voc plὑπό, ὑπόúpa: indeclform (prep)ὑπαί, ὑπόúpa: epic (poetic indeclform prep) -
23 υφ'
ὑφά̱, ὑφήweb: fem nom /voc /acc dualὑφά̱, ὑφήweb: fem nom /voc sg (doric aeolic)ὑφαί, ὑφήweb: fem nom /voc plὑπό, ὑπόúpa: indeclform (prep)ὑπαί, ὑπόúpa: epic (poetic indeclform prep)——————ὕπο, ὑπόúpa: indeclform (prep) -
24 структура
структура ж η υφή, η δομή· η διάρθρωση (организации)* * *жη υφή, η δομή; η διάρθρωση ( организации) -
25 структура
структу́р||аж ἡ ὑφή, ἡ δομή/ ἡ διάρ· θρωση (общества и т. п.):\структура вещества ἡ ὑφή της οὐσίας· организационная \структура ἡ ὁργανωτική διάρθρωση. -
26 ткань
-и θ.1. ύφασμα• ιστός•шерстяная ткань μάλλινο ύφασμα•
шлковая ткань μεταξωτό ύφασμα•
ткань пенелопы ο ιστός της Πηνελόπης.
2. (βιολ.) ιστός•соединительная ткань συνδετικός ιστός•
мышечная ткань το μυείλημα•
нервная ткань το νευρείλημα.
3. μτφ. πλοκή, υφή•словосная произведения η λογοτεχνική υφή του έργου.
-
27 ὕφος
A = ὑφή, web, Pherecr.243, Eub.67.5 ( = 84.4, cf. ὑμήν), Str.10.1.6, Plu.2.396b;ἐριοῦν ὕ. Dsc.1.19
; of a spider, Id.2.63; of a net, AP9.370 (Tib. Ill.).2 metaph.,τὸ τῶν λόγων ὕ. Longin.1.4
, cf. Hermog. Inv.3.13;τὰς ποιήσεις οἷον ὕφη Phld.Po.5.11
; of the text of an author, Gal.17(1).80; τὸ φυσικὸν ὕ. τοῦ ἀριθμοῦ the natural series of numbers, Nicom.Ar.1.9. -
28 νῆμα
νῆμα, τό, das Gesponnene (νέω), der Faden, das Garn, Od. 2, 98. 4, 134. 19, 143; auch der Faden des Spinngewebes, Hes. O. 779, wie ἀράχνης Lucill. 65 (XI, 106); νήματα ἵετο πέδῳ, Eur. Gr. 1433; Plat. Polit. 282 e, der Faden; neben ὑφή, Plut. sol. anim. 10; ἐκ λεπτῶν νημάτων, Luc. Cont. 16.
-
29 ὑφάδιον
-
30 ὕφος
-
31 εφυφη
-
32 παρυφη
-
33 συνυφη
-
34 υφαινω
1) ткать(ἱστόν Hom.; ὕφασμα Eur.; θοἰμάτιον Plat.)
αἱ ὑφαίνουσαι Arst. — ткачихи;αἱ φάλαγγες ἀράχνια λεπτὰ ὑφηνάμεναι Xen. — пауки, соткавшие себе тонкую паутину2) вить, сплетать(ποικίλον ἄνδημα Pind.)
3) придумывать, замышлять, затевать(δόλους καὴ μῆτιν Hom.)
ὑ. τί τινι ἐπὴ τυραννίδι Arph. — строить козни для захвата власти над кем-л.4) строить, устраивать, готовить(οἰκοδόμημα Plat.; ὄλβον Pind.)
-
35 композиция
1. (литер., иск.) η σύνθεση, η υφή, η δομή, η μελοποιΐα, η μελοποίηση 2. муз. η σύνθεση, η μελοποιΐα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > композиция
-
36 полосность
η ραβδωτή ή γραμμωτή υφή, η ράβδωση, η αυλάκωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полосность
-
37 текстура
η υφήкристаллическая - κρυσταλλική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > текстура
-
38 фактура
1. (своеобразие художественной техники в произведениях искусства) η υφή, η δομή 2. торг. το τιμολόγιο (των εμπορευμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фактура
-
39 канва
канваж1. (для вышивания) ὁ καμβάς·2. (произведения, сюжета) ὁ καμβάς, ἡ ὑφή. -
40 композиция
композицияж в разн. знач. ἡ σύν-θεση [-ις] / ἡ ὑφή, ἡ δομή (художественного произведения).
См. также в других словарях:
ὑφή — web fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφή — η / ὑφή, ΝΑ νεοελλ. 1. ο τρόπος ύφανσης ενός υφάσματος («πυκνή υφή») 2. η εσωτερική διάταξη τών μορίων ενός σώματος, φυσική σύνθεση («η υφή τού ξύλου») 3. μτφ. η διάρθρωση και σύνδεση τών μερών λογοτεχνικού έργου 4. (μυκητ.) μικροσκοπικό,… … Dictionary of Greek
υφή — η 1. η ύφανση (βλ. λ.), η κατάσταση του υφασμένου: Αραιή υφή. 2. η εσωτερική διάταξη και σύσταση των μορίων οποιουδήποτε σώματος, η φυσική του σύνθεση, η κατασκευή του: Η υφή του φύλλου. 3. μτφ., η διάρθρωση και διάταξη των μερών λογοτεχνικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφῇ — ὑφάω pres subj mp 2nd sg (doric) ὑφάω pres ind mp 2nd sg (doric) ὑφάω pres subj act 3rd sg (doric) ὑφάω pres ind act 3rd sg (doric) ὑφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὑφάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὑφάω pres subj act 3rd sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕφη — ὕφος web neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕφος web neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱φη , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (doric) ὑφάω pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱φη , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ὑφάω pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαῖς — ὑφή web fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαί — ὑφή web fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφήν — ὑφή web fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑφ' — ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) ὀπί , ὄψ voice fem dat sg ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc/acc dual ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀπαί , ὀπή opening fem nom/voc pl ὀπέ , ὀπός juice masc voc sg ὑφά̱ , ὑφή web fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφ' — ὑφά̱ , ὑφή web fem nom/voc/acc dual ὑφά̱ , ὑφή web fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑφαί , ὑφή web fem nom/voc pl ὑπό , ὑπό úpa indeclform (prep) ὑπαί , ὑπό úpa epic (poetic indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek