-
1 παρυφη
-
2 παρυφή
παρυφήborder woven along: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 παρυφή
-
4 παρυφή
παρῠφ-ή, ἡ,A border woven along a robe, IG22.1514.29, Clearch.9, Phylarch.45 J., Plu.2.239c, Gal.18(2).791: metaph.,π. κακῶν εἰργάσασθε Jul.Gal. 238b
. -
5 παρυφή
παρ-υφή, ἡ, u. παρ-ύφασμα, τό, angewebter Saum, bes. von Purpur, clavus -
6 παρυφή
kenar, uç -
7 παρυφαί
παρυφήborder woven along: fem nom /voc pl -
8 παρυφήν
παρυφήborder woven along: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 окраина
-ы θ.1. άκρη, άκρο παρυφή•окраина леса η παρυφή του δάσους•
окраина города η παρυφή της πόλης.
|| προάστεια, συνοικισμοί.2. παραμεθόριος απομακρυσμένη περιοχή. -
10 опушка
опушка ж (леса) η άκρη του δάσους, η παρυφή του δάσους* * *ж( леса) η άκρη του δάσους, η παρυφή του δάσους -
11 interclavium
inter-clāvium, iī, = παρυφή, der angewebte Saum, Gloss. III, 323, 52.
-
12 παρ-υφής
-
13 кромка
1. (край чего-л.) το χείλος, η ακμήверхняя - киля мор. το άνω άκρο της τρόπιδας2. (ткани) η ούγια, η παρυφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кромка
-
14 рант
η παρυφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рант
-
15 бордюр
бордюрм τό πλαίσιο[ν], ἡ παρυφή, ἡ μπορντούρα. -
16 борт
бортм1. мор., ἀβ. ἡ πλευρά πλοίου:правый \борт ἡ δεξιά πλευρά πλοίου; выбросить за \борт ρίχνω στή θάλασσα; за \бортом στήν θάλασσα; на \борту πάνω στό πλοϊο;2. (одежды) ἡ ἄκρη, ἡ ὁϋγια, ἡ παρυφή. -
17 кайма
каймаж τό κενάρι, ὁ γύρος, ἡ παρυφή φορέματος, -
18 кромка
кромкаж ἡ ὁὔγια, ἡ παρυφή, ἡ ἄκρα -
19 опушка
опушка I ж (леса) ἡ παρυφή τοῦ δάσους, ἡ ἄκρη τοῦ δάσους. опушка II ж (меховая обшивка) ἡ μπορ-ντούρα (или ὁ γῦρος) ἀπό γοῦνα -
20 раит
раитм (у обуви) ἡ παρυφή, ἡ τσιμού-χα:о́бувь на \раиту́ παπούτσια μέ σειρήτι.
См. также в других словарях:
παρυφή — border woven along fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρυφή — η ΝΜΑ και λακων. τ. παρουφά, Α λουρίδα, ταινία, γαρνιτούρα διαφορετικού χρώματος ή με διαφορετικά σχέδια στα άκρα υφάσματος ή ενδύματος, η ούγια («αἱ ἐν τοῑς χιτῶσι πορφυραῑ ῥάβδοι παρυφαὶι καλοῡνται», Αθήν.) νεοελλ. το άκρο, το όριο (α. «παρυφή… … Dictionary of Greek
παρυφή — η 1. στενή λωρίδα στις δυο πλευρές του υφάσματος, αλλιώς ούγια, γύρος, κενάρι. 2. άκρο, όριο, σύνορο τόπου: Στις παρυφές του χωριού συναντήσαμε ένα τσομπανόπουλο με το κοπάδι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρυφαί — παρυφή border woven along fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρυφῆς — παρυφή border woven along fem gen sg (attic epic ionic) παρυφής with a border masc/fem acc pl (attic epic doric) παρυφής with a border masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρυφήν — παρυφή border woven along fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
PRAETEXTUM — apud Senecam, Ep. 71. Sed Cn. Pompeius amittit exercitum: sed illud praeclarum Rei publicae Praetextum, optimates unô praeliô profligabuntur: ornamentum est. In Glossis, παρυφὴ, praetextum, quod ad extremam oram adsutum est. Hosych: παραςτροφὴν… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τσιμούχα — η, Ν 1. παρυφή υφάσματος, ούγια 2. μακριά λωρίδα από παρυφή υφάσματος 3. άκομψο ένδυμα, ιδίως επενδύτης 4. τεχνολ. κοινή ονομασία τού δακτυλίου στεγανότητας 5. είδος σπόγγου 6. μτφ. αδύνατη και άσχημη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cimosa «παρυφή… … Dictionary of Greek