Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὕλη

  • 81 φλοιωδης

        2
        1) похожий на кору, корообразный
        

    (ὕλη Arst.; μέρη Plut.)

        2) поверхностный, пустой

    Древнегреческо-русский словарь > φλοιωδης

  • 82 χλωρος

         χλωρός
        нестяж. χλοερός 3
        1) зеленый
        

    (ῥῶπες Hom.; ὄρος HH.; ὄζος Hes.; ἐλάται Pind.; ἀκτά Soph.; ὕλη Eur.; χόρτος NT.; σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc.)

        2) изжелта-зеленый, желтоватый
        

    (μέλι Hom.; ψάμαθος Soph.)

        3) зеленовато-бледный или изжелта-бледный
        

    (ὑπαὴ δείους Hom.; σῶμα Thuc.; ἵππος NT.)

        4) наводящий бледность
        

    (δέος Hom., Sext.; δεῖμα Aesch., Eur.)

        5) светлый, блестящий
        

    (ἀχλύς, ἀδάμας Hes.; δάκρυ Eur.; ὕδωρ Anth.)

        6) свежий
        

    (μοχλὸς ἐλάϊνος Hom.; ἔερσαι Pind.; ἄνθεα Eur.; αἷμα Soph.; τυρός Arph., Lys.)

        γόνυ χλωρόν или χλοερὰ μέλεα Theocr. — свежие силы, бодрость, крепость

    Древнегреческо-русский словарь > χλωρος

  • 83 αφομοιώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) ассимилировать, усваивать;

    αφομοιώνω την τροφή — усваивать пищу;

    2) осваивать, овладевать;

    αφομοιώνω την παραγωγή — осваивать производство;

    αφομοιώνω την ΰλη — усваивать материал (учебный);

    αφομοιώνομαι [-ούμαι (ο)]

    1) — ассимилироваться, усваиваться;

    2) ассимилироваться, смешиваться (о населении)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφομοιώνω

  • 84 βαρύς

    (ε)ιά, ύ [εία, ύ ]
    1) тяжёлый (по весу);

    βαρύ φορτίο — тяжёлый груз;

    2) перен. тяжёлый, тяжело переносимый; гнетущий, тягостный;

    βαρ(ε)ιά λύπη — тяжёлое горе;

    βαρ(ε)ιά στενοχώρια — гнетущая тоска;

    βαρ(ε)ιά εντύπωση — тягостное впечатление;

    βαρ(ε)ιά φροντίδα — тяжёлое бремя;

    3) тяжёлый, трудный, обременительный (о деле);

    βαρ(ε)ιά αποστολή — обременительное поручение;

    βαρ(ε)ιά δουλιά — тяжёлая работа;

    βαρύς κόπος — тяжёлый труд;

    βαρεις όροι συμφωνίας — тяжёлые условия договора;

    4) тяжёлый, тяжеловесный; неуклюжий; громоздкий; грузный;

    βαρύ οικοδόμημα — громоздкое сооружение;

    βαρύς άνθρωπος — грузный человек;

    βαρύ ύφος — тяжёлый стиль;

    5) тяжёлый, серьёзный;

    βαρύ τραδμα — тяжёлая рана;

    βαρύ πταίσμα (λάθος) — тяжёлая вина (ошибка);

    βαρύ έγκλημα — тяжкое преступление;

    6) суровый, строгий;

    βαρ(ε)ιά ποινή — суровое, тяжёлое наказание;

    βαρ(ε)ιά επίπληξη — строгий выговор;

    7) тяжёлый, неприятный;

    βαρ(ε)ιά ημέρα — тяжёлый день;

    βαρύ αίσθημα — тяжёлое чувство;

    βαρύς χαρακτήρας — тяжёлый характер;

    βαρ(ε)ιά αποφορά — тяжёлый запах;

    βαριά αρώματα — резкий запах духов;

    βαρ(ε)ιά ατμόσφαιρα — а) тяжёлый воздух; — б) перен. тяжёлая атмосфера;

    8) тяжёлый (о пище); крепкий (о напитках и т. п.);

    βαρύ φα(γ)ί — тяжёлая пища;

    βαρύς καφές — крепкий кофе;

    βαρύ κρασί — крепкое вино;

    βαρύ τσιγάρο — крепкая сигарета;

    9) густой (о жидкости и т. п.);

    βαρύ λάδι — густое масло;

    βαρύ πετρέλαιο — густая нефть;

    10) низкий, густой, полнозвучный (о звуке и т. п.);

    βαρ(ε)ιά φωνή — низкий голос;

    11) тяжёлый, важный, серьёзный, значительный;

    βαρ(ε)ιά ευθύνη — тяжёлая ответственность;

    12) тяжеловесный, тяжёлый;
    13) ценный, дорогой, драгоценный;

    βαρύ δώρο — ценный подарок;

    βαρ(ε)ιά προικιά — большое приданое;

    14) прям., перен. мрачный, угрюмый;

    είναι βαρύς απόψε — он сегодня мрачный, молчаливый;

    βαρύς ουρανός — мрачное, облачное небо;

    § βαριά όπλα — тяжёлое оружие;

    βαρύ πυροβολικό — тяжёлая артиллерия;

    βαρύ άρμα μάχης — тяжёлый танк;

    βαρ(ε)ιά βιομηχανία — тяжёлая промышленность;

    βαρ(ε)ιά καύσιμη ΰλη — тяжёлое топливо;

    βαρύ κεφάλι — тяжёлая голова;

    βαρύ βήμα — тяжёлый шаг;

    βαρύ χέρι — тяжёлая рука;

    βαρύς χειμώνας — суровая зима;

    τύπος βαρύς — тяжёлый человек;

    βαρ(ε)ιά κουβέντα — обидное слово;

    μη μας κάνεις το βαρύ — не изображай сердитого;

    τούρθε βαρύ — это его задело;

    это его обидело;

    του φάνηκε βαρυ — он очень огорчён; — доб πέφτει βαρύ — это мне не под силу;

    βαρ(ε)ιά η ώρα πού σε γνώρισα — пусть будет проклят час, когда я узнал тебя;

    βαρύς τα ώτα ( — или στ' αυτιά) — тугой на ухо, глуховатый;

    βαρ(ε)ιά η καλογερική — погов, тяжёл монашеский посох (ср. тяжела ты, шапка Мономаха)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαρύς

  • 85 γραφικός

    η, ό[ν]
    1) письменный, писчий; относящийся к письму;

    γραφική ύλη — письменные принадлежности;

    γραφικός χαρακτήρας — почерк;

    2) канцелярский;

    γραφικά έξοδα — канцелярские расходы;

    3) графический, изобразительный; полиграфический;

    γραφικές τέχνες — полиграфическая промышленность;

    4) живописный, красочный; яркий, образный;

    γραφική διήγηση — яркий рассказ;

    γραφικό τοπίο — живописный пейзаж;

    5) библейский, относящийся к священному писанию;

    § γραφικό σφάλμα ( — или λάθος) — описка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γραφικός

  • 86 δαμάλειος

    ος, ον, δαμάλήσιος, α, ο коровий;

    § δαμάλειος ύλη — вакцина

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δαμάλειος

  • 87 δεψικός

    η, ό[ν] дубильный;

    δεψική ΰλη — дубитель, дубильное вещество

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δεψικός

  • 88 εκρηκτικός

    η, ό[ν]
    1) взрывчатый;

    εκρηκτική ύλη — взрывчатое вещество, взрывчатка;

    εκρηκτικό βλήμα — фугасный снаряд;

    2) взрыв- ной;

    εκρηκτικό μηχάνημα — взрывной механизм;

    3) перен. вспыльчивый, раздражительный;
    4) перен. чреватый взрывом, очень напряжённый

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκρηκτικός

  • 89 καύσιμος

    η, ο [ος, ον ] горючий, способный гореть;

    καύσιμος ΰλη — горючее, топливо; — горючий материал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καύσιμος

  • 90 μονωτικός

    η, ό[ν]
    1) изолирующий; обособляющий; 2) изоляционный;

    μονωτική ουσία — или υλη — изоляция;

    μονωτική ταινία — изоляционная лента

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μονωτικός

  • 91 συνδετικός

    η, ό[ν] связывающий, скрепляющий, соединяющий; соединительный; связующий;

    συνδετικός κρίκος — связующее звено;

    συνδετική ΰλη — связующее вещество;

    συνδετικός ιστός — соединительная ткань

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνδετικός

  • 92 χρωματιστικός

    η, ό[ν] красящий, придающий окраску;

    χρωματιστική ΰλη — пигмент

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρωματιστικός

  • 93 5208

    {сущ., 1}
    лес, дрова, дерево как материал (Иак. 3:5).*

    Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5208

См. также в других словарях:

  • Ύλη —         (hyle) (греч.) материя, вещество, материал. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Ὕλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕλῃ — Ὕλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — η 1. κάθε ουσία με διαστάσεις και βάρος που υπάρχει στο χώρο, που είναι διαιρετή, μπορεί να πάρει κάθε σχήμα και αποτελεί το αντικείμενο των αισθήσεών μας. 2. το υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένο ή από το οποίο αποτελείται κάτι, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕλη — ὕ̱λη , ὕλη forest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (doric) ὑλάω bark pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕλῃ — ὕ̱λῃ , ὕλη forest fem dat sg (attic epic ionic) ὕληι , ὗλις mud fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… …   Dictionary of Greek

  • διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • μεσοαστρική ύλη — (Αστρον.). Ύλη που βρίσκεται στο μεσοαστρικό διάστημα και που συγκεντρώνεται σε σύννεφα ακανόνιστου σχήματος και κατανομής. Αποτελείται από αέριο ή σκόνη και είναι πολύ αραιότερη από την ύλη των νεφελωμάτων. Η μεσοαστρική σκόνη αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»