Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φλοιώδης

См. также в других словарях:

  • φλοιώδης — like rind masc/fem acc pl (attic epic doric) φλοιώδης like rind masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φλοιώδης like rind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιώδης — ες / φλοιώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλοιός] όμοιος με φλοιό νεοελλ. 1. αυτός που έχει παχύ φλοιό 2. φρ. «φλοιώδης ουσία» ανατ. η εξωτερική, περιφερική μοίρα τού παρεγχύματος διαφόρων οργάνων (α. «φλοιώδης ουσία τών νεφρών») αρχ. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος …   Dictionary of Greek

  • φλοιώδη — φλοιώδης like rind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλοιώδης like rind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλοιώδης like rind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιῶδες — φλοιώδης like rind masc/fem voc sg φλοιώδης like rind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιώδεις — φλοιώδης like rind masc/fem acc pl φλοιώδης like rind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιωδῶν — φλοιώδης like rind masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιώδους — φλοιώδης like rind masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • επιφλοιώδης — ες (για παρασιτικά φυτά) αυτός που φυτρώνει στην επιφάνεια τού φλοιού τών δέντρων («βρύο επιφλοιώδες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλοιώδης (< φλοιός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»