Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὑψιπέτᾱς

См. также в других словарях:

  • υψιπέτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. υψιπέτης …   Dictionary of Greek

  • ὑψιπέτας — ὑψιπέτᾱς , ὑψιπέτης high flying masc acc pl (doric) ὑψιπέτᾱς , ὑψιπέτης high flying masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιπέτης — ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α αυτός που πετάει στα ύψη νεοελλ. μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πέτης (< πέτομαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»