-
1 υψιπετης
I.2находящийся в вышине, горний(οὐράνιον μέλαθρον Eur.)
II.(αἰετός Hom., Soph., Arph.; γέρανος Anth.; ἄνεμοι Pind.)
См. также в других словарях:
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κακοπέτης — κακοπέτης, ες (Α) αυτός που πετά άσχημα («κακοπέτης δὲ καὶ χρόαν ἔχει μοχθηράν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. υψι πέτης, ωκυ πέτης] … Dictionary of Greek
μεσοπετής — μεσοπετής, ές (ΑM) αυτός που πετάει στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. προ πετής, υψι πετής] … Dictionary of Greek
οξυπετής — ὀξυπετής, ές (ΑΜ) αυτός που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] … Dictionary of Greek
ουρανοπετής — οὐρανοπετής, ές (Α) αυτός που έπεσε από τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] … Dictionary of Greek
τηλοπέτης — όπετες, Α (για σμήνος μελισσών) αυτός που πετάει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + συνδετικό φωνήεν ο + πέτης (< πέτομαι* «πετώ»), πρβλ. ὑψι πέτης] … Dictionary of Greek
τριπετής — ές, Α σχισμένος, χωρισμένος στα τρία («τριπετῆ πόσιν σύκων» ποτό παρασκευασμένο από ξηρά σύκα χωρισμένα σε τρία κομμάτια, Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πετής (πέτομαι), πρβλ. ὑψι πετής] … Dictionary of Greek
χθαμαλοπετής — ές, Α αυτός που πετά χαμηλά, που δεν μπορεί να πετάξει ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθαμαλός + πετής (< πέτομαι), πρβλ. ὑψι πετής] … Dictionary of Greek
υψιπετής — ές / ὑψιπετής, ές, ΝΜΑ αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·|| αρχ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πετής (< πίπτω), πρβλ. χαμαι πετής] … Dictionary of Greek
υψιπέτης — ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α αυτός που πετάει στα ύψη νεοελλ. μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πέτης (< πέτομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek