-
1 οψία
ὀψίᾱ, ὄψιοςlate: fem nom /voc /acc dualὀψίᾱ, ὄψιοςlate: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὀψίᾱ, ὀψίαthe latter part of day: fem nom /voc /acc dual (ionic)ὀψίᾱ, ὀψίαthe latter part of day: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)ὀψίονneut nom /voc /acc pl——————ὀψίᾱͅ, ὄψιοςlate: fem dat sg (attic doric aeolic)ὀψίαι, ὀψίαthe latter part of day: fem nom /voc pl (ionic)ὀψίᾱͅ, ὀψίαthe latter part of day: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ὀψία
-
3 οψια
ἡ (sc. ὥρα) поздний час, вечер NT. -
4 όψια
-
5 ὄψια
-
6 ὀψία
-
7 ὀψία
ὀψία, ἡ, die Späte, der Abend -
8 ὀψία
ὀψία, ας, ἡ s. ὄψιος 2. -
9 ὀψία
Βλ. λ. οψία -
10 ὀψίᾳ
Βλ. λ. οψία -
11 ὀψία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀψία
-
12 ὀψία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Jdt 13,1the latter part of the day, evening -
13 πολυ-οψία
-
14 φιλ-υπ-οψία
φιλ-υπ-οψία, ἡ, Neigung, Hang zum Argwohn, zw.
-
15 φιλ-οψία
φιλ-οψία, ἡ, Liebe, Neigung zu leckerm Essen, bes. Fischessen; Plut. Symp. 8, 3,3; Clem. Al.
-
16 καχ-υπ-οψία
καχ-υπ-οψία, ἡ, böser Argwohn, Sp.
-
17 εὐ-οψία
εὐ-οψία, ἡ, 1) Ueberfluß an Speisen, bes. Fischen, neben πλῆϑος ἰχϑύων Alciphr. 3, 3, vgl. 1, 1. – 2) Bei Alexis B. A. 93 wird es εὐπροςωπία erkl., von ὄψις.
-
18 λυκ-οψία
-
19 αὐτ-οψία
αὐτ-οψία, ἡ, das Sehen mit eigenen Augen, Luc. Dea Syr. 1.
-
20 ἀν-υπερ-οψία
ἀν-υπερ-οψία, ἡ, Nichthoffahrt, Sp.
См. также в других словарях:
ὀψία — ὀψίᾱ , ὄψιος late fem nom/voc/acc dual ὀψίᾱ , ὄψιος late fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱ , ὀψία the latter part of day fem nom/voc/acc dual (ionic) ὀψίᾱ , ὀψία the latter part of day fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ὀψίον… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίᾳ — ὀψίᾱͅ , ὄψιος late fem dat sg (attic doric aeolic) ὀψίαι , ὀψία the latter part of day fem nom/voc pl (ionic) ὀψίᾱͅ , ὀψία the latter part of day fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψία — ὀψία και ιων. τ. ὀψίη, η (Α) βλ. όψιος … Dictionary of Greek
ὄψια — ὄψιος late neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίας — ὀψίᾱς , ὄψιος late fem acc pl ὀψίᾱς , ὄψιος late fem gen sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱς , ὀψία the latter part of day fem acc pl (ionic) ὀψίᾱς , ὀψία the latter part of day fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίαν — ὀψίᾱν , ὄψιος late fem acc sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱν , ὀψία the latter part of day fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοψία — λυκοψία, ἡ (Α) το λυκόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χάραμα» + οψία (< ὄψις < ὄπωπα), πρβλ. αυτ οψία, υπερ οψία] … Dictionary of Greek
συμφυσιοψία — η, Ν ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμών σε έναν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφυσις + οψία (< οπτος < ὀπτός < θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. αυτ οψία, υπ οψία] … Dictionary of Greek
νηοψία — η 1. έρευνα που διενεργείται σε καιρό πολέμου από πολεμικό σκάφος μιας εμπόλεμης χώρας σε εμπορικό πλοίο και με την οποία ελέγχεται ο εχθρικός ή μη χαρακτήρας τού σκάφους και τού φορτίου του 2. έλεγχος που γίνεται σε πλοία ή αεροπλάνα σε… … Dictionary of Greek
σπινθηροψία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής όρασης, κατά την οποία ο άρρωστος νομίζει ότι βλέπει σπινθήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + οψία (< όψις), πρβλ. νεκρ οψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
поздѣ — (32) нар. 1.Поздно (близко к концу какогол. отрезка времени): и се ѹбо нощи зѣло поздѣ болѥсть на нь нападе (βαϑεὶαν) ЖФСт к. XII, 165 об.; поидоша волъсви ѿ персъ… вечеръ же поздѣ зѣло ˫ависѧ ѥдиному в тои же кумирници. диону съ хоруговью. СбЧуд … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)