Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπ-οψία

См. также в других словарях:

  • ὀψία — ὀψίᾱ , ὄψιος late fem nom/voc/acc dual ὀψίᾱ , ὄψιος late fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱ , ὀψία the latter part of day fem nom/voc/acc dual (ionic) ὀψίᾱ , ὀψία the latter part of day fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ὀψίον… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίᾳ — ὀψίᾱͅ , ὄψιος late fem dat sg (attic doric aeolic) ὀψίαι , ὀψία the latter part of day fem nom/voc pl (ionic) ὀψίᾱͅ , ὀψία the latter part of day fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψία — ὀψία και ιων. τ. ὀψίη, η (Α) βλ. όψιος …   Dictionary of Greek

  • ὄψια — ὄψιος late neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίας — ὀψίᾱς , ὄψιος late fem acc pl ὀψίᾱς , ὄψιος late fem gen sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱς , ὀψία the latter part of day fem acc pl (ionic) ὀψίᾱς , ὀψία the latter part of day fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίαν — ὀψίᾱν , ὄψιος late fem acc sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱν , ὀψία the latter part of day fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκοψία — λυκοψία, ἡ (Α) το λυκόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χάραμα» + οψία (< ὄψις < ὄπωπα), πρβλ. αυτ οψία, υπερ οψία] …   Dictionary of Greek

  • συμφυσιοψία — η, Ν ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμών σε έναν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφυσις + οψία (< οπτος < ὀπτός < θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. αυτ οψία, υπ οψία] …   Dictionary of Greek

  • νηοψία — η 1. έρευνα που διενεργείται σε καιρό πολέμου από πολεμικό σκάφος μιας εμπόλεμης χώρας σε εμπορικό πλοίο και με την οποία ελέγχεται ο εχθρικός ή μη χαρακτήρας τού σκάφους και τού φορτίου του 2. έλεγχος που γίνεται σε πλοία ή αεροπλάνα σε… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροψία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής όρασης, κατά την οποία ο άρρωστος νομίζει ότι βλέπει σπινθήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + οψία (< όψις), πρβλ. νεκρ οψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • поздѣ — (32) нар. 1.Поздно (близко к концу какогол. отрезка времени): и се ѹбо нощи зѣло поздѣ болѥсть на нь нападе (βαϑεὶαν) ЖФСт к. XII, 165 об.; поидоша волъсви ѿ персъ… вечеръ же поздѣ зѣло ˫ависѧ ѥдиному в тои же кумирници. диону съ хоруговью. СбЧуд …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»