-
81 ὑπομένω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπομένω
-
82 ὑπομιμνήσκω
ὑπο - μιμνήσκω, fut. part. ὑπομνή- σουσα, aor. ὑπέμνησε: remind, put in mind of. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπομιμνήσκω
-
83 ὑπομνάομαι
ὑπο-μνάομαι, ipf. ὑπεμνάασθε: woo or court unlawfully, Od. 22.38†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπομνάομαι
-
84 ὑπονήιος
ὑπο-νήιος: lying under Mt. Neium, Od. 3.81†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπονήιος
-
85 ὑποπεπτηῶτες
ὑπο-πεπτηῶτες: see ὑποπτήσσω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποπεπτηῶτες
-
86 ὑποπερκάζω
ὑπο - περκάζω ( περκνός): begin to grow dark or turn, of grapes, Od. 7.126†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποπερκάζω
-
87 ὑποπλάκιος
ὑπο - πλάκιος: situated under Mt. Placus, Hypoplacian Thebe, Il. 6.397†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποπλάκιος
-
88 ὑποπτήσσω
ὑπο-πτήσσω: only perf. part., ὑποπεπτηῶτες, having crouched down timidly under and hidden themselves amid the leaves, πετάλοις, Il. 2.312†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποπτήσσω
-
89 ὑπορρήγνῦμι
ὑπο-ρρήγνῦμι ( ϝρήγνῦμι), pass. aor. ὑπερράγη: pass., burst forth (under the clouds), αἰθήρ, Il. 16.300 and Il. 8.558.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπορρήγνῦμι
-
90 ὑπόρρηνος
ὑπό- ρρηνος ( ϝρήν): having a lamb under her, Od. 10.216†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπόρρηνος
-
91 ὑποσσείω
ὑπο - σσείω: whirl around (laying hold) below, Od. 9.385†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποσσείω
-
92 ὑποσταχύομαι
ὑπο-σταχύομαι ( στάχυς): fig., wax gradually like ears of corn, increase, Od. 20.212†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποσταχύομαι
-
93 ὑποστεναχίζω
ὑπο-στεναχίζω: groan under; τινί, Il. 2.781†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποστεναχίζω
-
94 ὑποστορέννῦμι
ὑπο-στορέννῦμι, aor. inf. ὑπσστορέσαι: spread out under; δέμνιά τινι, Od. 13.139†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποστορέννῦμι
-
95 ὑποστρέφω
ὑπο-στρέφω, aor. subj. ὑποστρέψωσι, opt. - ειας, mid. fut. inf. - ψεσθαι, pass. aor. part. ὑποστρεφθείς: turn about, turn in flight, trans. and intr., Il. 5.581, Il. 11.446; mid. and pass., intr., turn, return, Od. 18.23.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποστρέφω
-
96 ὑποσχεσίη
ὑπο - σχεσίη = ὑπόσχεσις, pl., Il. 13.369†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποσχεσίη
-
97 ὑπόσχεσις
ὑπό-σχεσις, ιος ( ὑπίσχομαι): promise.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπόσχεσις
-
98 ὑποταρβέω
ὑπο - ταρβέω: only aor. part., ὑποταρβήσαντες, shrinking before them, Il. 17.533†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποταρβέω
-
99 ὑποταρτάριος
ὑπο - ταρτάριος: dwelling below in Tartarus, the Titans, Il. 14.279†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποταρτάριος
-
100 ὑποτίθημι
ὑπο - τίθημι, mid. fut. ὑποθήσομαι, aor. 2 ὑπεθέμην, inf. ὑποθέσθαι: place under, mid., fig., suggest, counsel; τινί (τι), εὖ, πυκινῶς, Od. 4.163, β 1, Il. 21.293.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποτίθημι
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
ὑπό — úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπο — ὑπό úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπό — απαρχαιωμένη πρόθ. ως επίρρ., αποκάτω, σε υποδεέστερη θέση, σε κατώτερη μοίρα: Μην τον λογαριάζεις, είναι υπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. — ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. См. Знает одна грудь да подоплека … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄφιν ὑπὸ κόλπου θερμαίνειν. — См. Выкормил змейку на свою шейку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὑποσταθμώμεθα — ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres ind mp 1st pl ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic doric ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπανάψει — ὑπό , ἀνά ψέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὑπό , ἀνά ψέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑπό ἀνάπτω make fast on aor subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ὑπό ἀνάπτω make fast on fut ind mid 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)