-
61 ὑποδέχομαι
ὑπο-δέχομαι, fut. ὑποδέξομαι, aor. 1 ὑπεδέξατο, aor. 2 ὑπέδεξο, -έδεκτο, inf. ὑποδέχθαι, part. ὑποδέγμενος: receive, esp. of friendly, hospitable welcome, πρόφρων, οἴκῳ, Od. 16.70; also with a thing as subject, κοῖτος, πῆμα, Od. 14.275; βίᾶς, receive silently, submit to, endure, Od. 13.310; undertake, promise, Il. 7.93, Od. 2.387.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποδέχομαι
-
62 ὑπόδημα
ὑπό - δημα, ατος ( δέω, ‘bind’): pl., sandals.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπόδημα
-
63 ὑποδμώς
ὑπο-δμώς: under-servant, underling, Od. 4.386†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποδμώς
-
64 ὑποδράω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποδράω
-
65 ὑποδρηστήρ
ὑπο-δρηστήρ, ῆρος ( δράω): underworker, attendant, Od. 15.330†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποδρηστήρ
-
66 ὑποδύομαι
ὑπο-δύομαι, fut. ὑποδύσεαι, aor. ὑπε- δύσετο, aor. 2 ὑπέδῦ, part. ὑποδῦσα, -δύντε: plunge or dive under the water, Od. 4.435, Il. 18.145; abs., go under to carry, take on one's shoulders, Il. 8.332, Il. 17.717; fig., πᾶσιν γόος, grief ‘penetrated’ all, Od. 10.398; w. gen., emerge from, escape from, Od. 6.127, Od. 20.53.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποδύομαι
-
67 ὑποζεύγνῦμι
ὑπο - ζεύγνῦμι, fut. ὑποζεύξω: put under the yoke, harness, Od. 15.81†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποζεύγνῦμι
-
68 ὑποθερμαίνω
ὑπο-θερμαίνω: only aor. pass., ὑποθερμάνθη, was warmed, Il. 16.333 and Il. 20.476.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποθερμαίνω
-
69 ὑποθημοσύνη
ὑπο-θημοσύνη ( τίθημι): suggestion, counsels, pl., Il. 15.412 and Od. 16.233.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποθημοσύνη
-
70 ὑποθωρήσσω
ὑπο-θωρήσσω: only mid. ipf., ὑπεθωρήσσοντο, were arming themselves, Il. 18.513†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποθωρήσσω
-
71 ὑποκλίνω
ὑπο - κλίνω: only pass. aor., ὑπεκλίνθη, he lay down, Od. 5.463†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποκλίνω
-
72 ὑποκλονέω
ὑπο-κλονέω: only mid., ὑποκλονέεσθαι, to crowd themselves together in flight before Achilles, Il. 21.556†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποκλονέω
-
73 ὑποκλοπέομαι
ὑπο - κλοπέομαι: conceal oneself under something, opt., Od. 22.382†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποκλοπέομαι
-
74 ὑποκρίνομαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποκρίνομαι
-
75 ὑποκρύπτω
ὑπο-κρύπτω: only pass. aor., ὑπεκρύφθη, was hidden, Il. 15.626†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποκρύπτω
-
76 ὑπόκυκλος
ὑπό - κυκλος: with wheels beneath, wheeled, Od. 4.131†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπόκυκλος
-
77 ὑποκύομαι
ὑπο-κύομαι, aor. part. ὑποκῦσαμένη: become pregnant, conceive.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποκύομαι
-
78 ὑπολείπω
ὑπο - λείπω, mid. fut. ὑπολείψομαι: leave over, mid., remain.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπολείπω
-
79 ὑπολευκαίνομαι
ὑπο-λευκαίνομαι: grow white below, whiten, Il. 5.502†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπολευκαίνομαι
-
80 ὑπολύω
ὑπο - λύω, aor. ὑπέλῦσα, mid. aor. 1 ὑπελύσαο, aor. 2 ὑπέλυντο: act., loose from under, undo, Od. 9.463; fig., γυῖα, μένος, make to sink or fail, paralyze (slay), Il. 15.581, Il. 6.27; aor. 2 mid., as pass., Il. 16.341; mid., aor. 1, secretly set free, Il. 1.401.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπολύω
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
ὑπό — úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπο — ὑπό úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπό — απαρχαιωμένη πρόθ. ως επίρρ., αποκάτω, σε υποδεέστερη θέση, σε κατώτερη μοίρα: Μην τον λογαριάζεις, είναι υπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. — ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. См. Знает одна грудь да подоплека … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄφιν ὑπὸ κόλπου θερμαίνειν. — См. Выкормил змейку на свою шейку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὑποσταθμώμεθα — ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres ind mp 1st pl ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic doric ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπανάψει — ὑπό , ἀνά ψέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὑπό , ἀνά ψέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑπό ἀνάπτω make fast on aor subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ὑπό ἀνάπτω make fast on fut ind mid 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)