Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑπόμαργος

См. также в других словарях:

  • υπόμαργος — ον, Α (μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπομαργότερος·ο κάπως πιο τρελός ή παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάργος «τρελός, μανιακός»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπομαργότερον — ὑπόμαργος somewhat mad adverbial comp ὑπόμαργος somewhat mad masc acc comp sg ὑπόμαργος somewhat mad neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομαργότερος — ὑπόμαργος somewhat mad masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»