-
1 υπομαργος
См. также в других словарях:
υπόμαργος — ον, Α (μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπομαργότερος·ο κάπως πιο τρελός ή παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάργος «τρελός, μανιακός»] … Dictionary of Greek
ὑπομαργότερον — ὑπόμαργος somewhat mad adverbial comp ὑπόμαργος somewhat mad masc acc comp sg ὑπόμαργος somewhat mad neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομαργότερος — ὑπόμαργος somewhat mad masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)