-
1 υπομαργος
-
2 ὑπόμαργος
ὑπόμαργος, ον,A somewhat mad, crazy, only in [comp] Comp. ὑπομαργότερος, Hdt.3.29, 145, 6.75, D.H.3.2, App.BC5.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόμαργος
-
3 ὑπόμαργος
ὑπό-μαργος, etwas rasend, albern -
4 υπομαργότερον
ὑπόμαργοςsomewhat mad: adverbial compὑπόμαργοςsomewhat mad: masc acc comp sgὑπόμαργοςsomewhat mad: neut nom /voc /acc comp sg -
5 ὑπομαργότερον
ὑπόμαργοςsomewhat mad: adverbial compὑπόμαργοςsomewhat mad: masc acc comp sgὑπόμαργοςsomewhat mad: neut nom /voc /acc comp sg -
6 υπομαργότερος
-
7 ὑπομαργότερος
См. также в других словарях:
υπόμαργος — ον, Α (μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπομαργότερος·ο κάπως πιο τρελός ή παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάργος «τρελός, μανιακός»] … Dictionary of Greek
ὑπομαργότερον — ὑπόμαργος somewhat mad adverbial comp ὑπόμαργος somewhat mad masc acc comp sg ὑπόμαργος somewhat mad neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομαργότερος — ὑπόμαργος somewhat mad masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)