-
1 υπομαργος
См. также в других словарях:
μαργοσύνη — μαργοσύνη, ἡ (Α) [μάργος] 1. λαιμαργία (τῇ θ ὑπὸ τὴν μακρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ», Λουκιαν.) 2. ακολασία, ασέλγεια, αισχρή επιθυμία … Dictionary of Greek
υποϊσχάνω — Α (ποιητ. τ.) κρατώ κάτι αποκάτω, υπέχω («ᾧ ὑπὸ μαζῷ μάργος Ἔρως λαιῆς ὑποΐσχανε χειρὸς ἀγοστόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰσχάνω «κρατώ», άλλος τ. αντί τού ἴσχω / ἔχω*] … Dictionary of Greek