-
1 υπόζωμα
-
2 ὑπόζωμα
-
3 ὑπόζωμα
II in pl., ropes or braces used to strengthen the hull of a trireme (cf.ὑποζώννυμι 11
), Pl.R. 616c (where a beam of light passing through heaven and earth is compared to τὰ ὑ. τῶν τριήρων), Lg. 945c, IG22.1479.49, 1609.108, 1611.335,410, 1612.319, 1622.287,640, 1627.410, 1668.74, 1673.12,13, etc.; ὑ. ἐλάμβανε δώδεκα (sc. ἡ τεσσαρακοντήρης ναῦς) · ἑξακοσίων δ'ἦν ἕκαστον πηχῶν Callix.1
;ὁ στόμαχος καθάπερ νεὼς τοῦ σώματος ὑ. ὑπάρχει Herod.Med.
in Rh.Mus.58.99; cf. ζώμευμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόζωμα
-
4 υποζώμασι
-
5 ὑποζώμασι
-
6 υποζώμασιν
-
7 ὑποζώμασιν
-
8 υποζώματα
-
9 ὑποζώματα
-
10 υποζώματι
-
11 ὑποζώματι
-
12 υποζώματος
-
13 ὑποζώματος
-
14 διαιρέω
A take apart, cleave in twain, divide,διὰ δ' ἀμφοτέρους ἕλε κύκλους ἀσπίδος Il. 20.280
;παῖδα κατὰ μέλεα διελών Hdt.1.119
; δ. λαγόν cut it open, ib. 123; δ. πυλίδα break it open, Th.4.110, 6.51;δ. τὴν ὀροφήν
tear away, pull down,Id.
4.48;τοὺς σταυρούς X.An.5.2.21
; δ. τοῦ τείχους take down part of the wall, make a breach in it, Th.2.75; τὸ διῃρημένον the breach, ib.76,5.3; διῃρημένοι τὸ ὑπόζωμα, of insects, Arist. HA 556a18;διαιρουμένος τὴν καρδίαν Phld.Sign.1
.II divide, δύο μοίρας Λυδῶν the Lydians into two parts, Hdt.1.94, cf. 4.148;δύο μερίδας D.48.12
;δ. τριχῇ ψυχήν Pl.Phdr. 253c
;δ. εἰς τὸ ἐλάχιστον Arist.Sens. 440b5
;εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA 486a5
([voice] Pass.):—[voice] Med., divide for themselves, κατ' ὀλίγας ναῦς διελόμενοι distributing their ships in small divisions, Th.4.11; τοῖς δικάζουσι δ. τὰ ὦτα lending an ear to both parties, Lib.Or.52.4; divide among themselves, ;τὴν ληΐην Hdt.9.85
;κατὰ πόλεις τὸ ἔργον Th.7.19
;τἀδικήματα D.45.38
: abs.,δ. κατὰ πόλεις Th.5.114
:—[voice] Pass., διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας divided into relays, Id.2.75; διαιρήσομαι as [tense] fut. [voice] Pass., Pl.Plt. 261c;διῄρητο τὰ τῶν Ἑλλήνων εἰς δύο D.10.51
.III distinguish,τυραννίδος εἴδη δύο διείλομεν Arist. Pol. 1295a8
, etc.;δ. πότερα.. X.Oec.7.26
: abs., Ar.Nu. 742:—[voice] Med., Pl.Tht. 182c;δ. τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Id.Lg. 950c
;δ. περί τινος Id.Chrm. 163d
.2 determine, decide,διαφορὰς διαιρέοντες Hdt.4.23
; ; τοῦτο πρᾶγμα ib. 488; ψήφῳ δ. τοῦδε πράγματος πέρι ib. 630;τὰ ἀμφίλογα X.Vect.3.3
, cf. Pl.R. 571a, Prt. 314b, al.;κλήρῳ δ. τὸν νικῶντα Id.Lg. 946b
;δ. περί τινος Arist.Ph. 239b13
, etc.; διαιρείσθω πόσα εἴδη, etc., Id.Pol. 1300b18, etc.: abs., Ar. Ra. 1100; alsoδ. εἴτε E.Ba. 206
codd.4 [voice] Med., interpret, τέρας, δημεῖον, D.H.4.60, 9.6.IV in Logic, divide,δ. κατ' εἴδη τὰ ὄντα Pl.Phdr. 273e
; divide a genus into its species, Arist.APo. 96b15, al.:—[voice] Med., Id.PA 642b5.V Math., divide, Pl.Lg. 895e ([voice] Pass.); διελόντι, dividendo, Archim.Sph.Cyl.1.6, al.VI divide words, punctuate in reading, Isoc.12.17, Arist.Rh. 1401a24 ([voice] Pass.); Gramm., resolve a diphthong or contracted form,διῃρῆσθαι Ἰακῶς A.D.Pron.38.17
, cf. Corn.ND5, Hdn.Philet.p.456P. ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιρέω
-
15 ζώμευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώμευμα
-
16 ἀνυπόζωστος
ἀνυπό-ζωστος, ον, of ships,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνυπόζωστος
-
17 ὑποζώννυμι
A undergird,τοὺς ἵππους ῥυτῆρσι Plu.Eum.11
;ὑ. τινὰ τοῖς ποσσίν AP12.222
(Strat.); ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευράς (sc. ὑμήν), or abs. ὁ ὑπεζωκώς, the pleura, Alex.Aphr.Pr.1.53, Gal.2.591 ( ὑμήν is expressed in Diocl.Fr. 64, Antyll. ap. Orib.44.23.45, Orac.Chald. ap. Dam.Pr. 265); ὑπεζωκότες foetal membranes, Sor.1.58; lining of the intestines, Orib.Fr. 58:—[voice] Pass., esp. in [tense] pf. part., ζειρὰς ὑπεζωμένοι (v.l. -ζωσμ-) girt with ζειραί (q. v.), Hdt.7.69;ὑπεζωσμένοι ἱμάντας Plu.Rom.26
: abs., ὑπεζωμέναι ([etym.] οι) girt up, Hdt.2.85 (with vv. ll.):—esp.,II brace a ship, so as to make her seaworthy (cf.ὑπόζωμα 11
), IG l. c., Plb. l. c., Act.Ap.27.17;ὑπέζωται IG22.1621.68
.III ὑπεζῶσθαι· τὸ εἰς ἄνδρας ἐλθεῖν, Φιλητᾶς, Hsch. (prob. = come to man's estate).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποζώννυμι
-
18 ὑπόζωσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόζωσμα
См. также в других словарях:
ὑπόζωμα — diaphragm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόζωμα — το / ὑπόζωμα, ΝΑ [ὑποζώννυμι] 1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία 2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα νεοελλ. ναυτ.… … Dictionary of Greek
ὑποζώμασι — ὑπόζωμα diaphragm neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώμασιν — ὑπόζωμα diaphragm neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώματα — ὑπόζωμα diaphragm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώματι — ὑπόζωμα diaphragm neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώματος — ὑπόζωμα diaphragm neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποζωματίας — ο, Μ (για τις εγκεφαλικές μεμβράνες) αυτός που βρίσκεται στο υπόζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόζωμα, ὑποζώματος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
νίγλα — (I) η το λουρί που χρησιμεύει για δέσιμο τού σαμαριού στη ράχη υποζυγίου, υπόζωμα, ζώστρα, αλλ. ίγλα, ίγγλα, γίγγλα, μεσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγ(γ)λα* «λουρί», το ν από συνεκφορά με το άρθρο (την ίγ(γ)λα)] … Dictionary of Greek
υπόδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑποδύω] 1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα 2. ένδυμα, υποδύτης … Dictionary of Greek
υπόζωσμα — τὸ, Α [ὑποζώννυμι] 1. ναυτ. το υπόζωμα 2. στον πληθ. τὰ ὑποζώσματα τα εσώρουχα … Dictionary of Greek