-
1 ὑπο-πίμπρημι
ὑπο-πίμπρημι (s. πίμπρημι), von unten od. allmälig anzünden; Ar. Lys. 348 im conj. praes.; aor., bei Her. 2, 107. 111.
-
2 πίμπρημι
A , 974; part. nom. pl.πιμπράντες Th.6.94
; inf. , E.Tr.81, (ἐμ-) Plb.11.5.6, etc.: [tense] impf.ἐν-επίμπρην Th.6.94
; [ per.] 3pl.ἐνεπίμπρασαν X.HG6.5.32
:—other tenses formed from πρήθω (q. v.): [tense] fut. , (ἐμ-) Il.9.242, etc.: [tense] aor.ἔπρησα 2.415
, E.Andr. 390, etc.; [ per.] 3sg. shortd. : [tense] pf. πέπρηκα (ὑπο-, ἐμ-, κατα-) Hp.Ep.17, Alciphr.1.32, D.C.59.16:—[voice] Med., Nic.Al. 345: [tense] aor. ἐπρησάμην (ἐν-) Q.S.5.485:—[voice] Pass., [tense] fut.πρησθήσομαι LXXNu.5.27
; πεπρήσομαι (v.l. πρήσομαι (ἐμ- )) Hdt.6.9: [tense] aor.ἐπρήσθην Hp.Nat.Mul.10
, Amphis 30.10 (dub.), (ἐν-) Hdt.8.55, Pl.Grg. 469e: [tense] pf. ([etym.] ἐμ-)πέπρησμαι Hdt.8.144
, Paus.2.5.5; but πέπρημαι is the [dialect] Att. form acc. to Phot. s.v. σέσωται, and ἐμ-πέπρημαι is found in Ar.V.36 cod. Rav.; imper.πέπρησο Pherecr.80
.—Collat. [tense] pres. [full] ἐμ-πιπράω (v. ἐμπίμπρημι).—In the compd. ἐμπίμπρημι (q. v.; more freq. in Prose) the second μ is sts. dropped, as ἐμπίπρημι; but returns with the augm., as ἐνεπίμπρασαν; cf. πίμπλημι :—burn, burn up,γῆν.. πυρὶ πρῆσαι κατάκρας S.Ant. 201
, cf.E.Tr.81;πρῆσαι δὲ πυρὸς.. θύρετρα Il.2.415
, cf.9.242 (v.l.); without πυρί or πυρός, Hes.Th. 856;πρήσω πόλιν A.Th. 434
, cf. Pers. 810; , etc.:—[voice] Pass., πίμπραμαι to be burnt, Ar.Lys. 341; πέπρησο burn with fever, Pherecr. 80, cf. SIG1180.10 ([place name] Cnidus); of wounds, to be inflamed, Nic.Th. 306 (but intr. in [voice] Act.πίμπρησι δὲ χείλη Id.Al. 438
): metaph.,ἐπί τινι πίμπρασθαι Luc.Jud.Voc.8
;ἐπὶ Ῥωμαίοις App.Ital.3
.II=πρήθω 1.1
, blow up, distend, in [voice] Pass., Hp.Nat.Mul.10, Flat.8, Nic.Al. 477, Act.Ap.28.6 (v.l.);ἐπέπρητο ὅλα IG42(1).122.123
(Epid.):—[voice] Act., Arist.HA 522b28, Dsc.4.32. (Cf. Russ. prèt' 'sweat', 'stew'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίμπρημι
-
3 ὑποπίμπρημι
ὑπο-πίμπρημι, von unten od. allmählich anzünden -
4 υποπιμπρημι
-
5 καταπιμπρημι
(fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять(τέν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὴ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὅ καταπρήσας τοὺς ἐπὴ γῆς Φαέθων Anth.)
καταπρησθέντες τὸ σῶμα Luc. — сожженные живьем
См. также в других словарях:
κενόπρησις — κενόπρησις, ἡ (Α) ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πρῆσις … Dictionary of Greek