Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑπο-δέχομαι

  • 1 ὑποδέχομαι

    ὑπο|δέχομαι вмещать, принимать

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > ὑποδέχομαι

  • 2 υποδεχομαι

        ион. ὑποδέκομαι (aor. ὑπεδεξάμην и ὑπεδέχθην)
        1) принимать
        

    ὑ. κόλπῳ Hom. — принимать в свое лоно;

        ὑποσχὼν τέν χεῖρα ὑπεδέξατο (τέν Ἀνδρομέδαν) Luc. — протянув руку, (Персей) помог сойти Андромеде;
        ὑ. τινα ὀχέων Pind.помогать кому-л. сойти с колесницы

        2) принимать у себя
        

    (ἰκέτας Eur.; φυγάδας Thuc.)

        ὑ. τινα οἰκίοισι Her.принимать кого-л. в своем доме;
        ἥ τεκοῦσα, θρέψασα καὴ ὑποδεξαμένη χώρα Plat. — родившая, вскормившая и упокоившая в своих недрах страна;
        ὅ ὑποδεξάμενος Isocr. — предоставивший убежище, гостеприимный хозяин

        3) внимательно выслушивать, с готовностью принимать, внимать
        ὑ τὰς διαβολάς Lys. — давать веру клевете;
        ὑ. ἀσμένως τοὺς λόγους Her.охотно принимать предложения

        4) признавать(ся), соглашаться
        

    οἱ Βαρκαῖοι αὐτοὴ ὑποδεκέατο πάντες Her. — все баркейцы признались (в убийстве Аркесилая);

        (τὸν Δημοκήδεα) εἰρώτα ὅ Δαρεῖος, τέν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο ὅ δ΄ οὐκ ὑπεδέκετο Her. — Дарий спросил Демокеда, знаком ли он с (врачебным) искусством;
        — но он ответил отрицательно

        5) хватать, ловить, тж. подхватывать
        

    (μέλος Aesch.)

        τὰ ἀνιστάμενα θηρία ὑ. Xen. — перехватывать вспугнутых зверей;
        ὑποδέξασθαι ἐν δυσχωρίαις τοὺς πολεμίους Xen. — захватить противников в неудобной (для них) местности;
        ὑποδέξασθαι καὴ ὑπὸ δικαστήριον ἀγαγεῖν τινα Her.схватить и повести в суд кого-л.;
        ὑποδεξαμένης αὐτοὺς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος Plat. — когда их захлестнет огромный поток воды;
        πῆμα ὑπέδεκτό με Hom. — несчастье постигло меня;
        οὐδ΄ ἀκλεής νιν δόξα ὑποδέξεται Eur.и не постигнет его бесславие

        6) переносить, терпеть
        7) принимать на себя, изъявлять готовность, обещать
        

    ἤτεε νῆα ὅ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο Hom. — она просила (дать) корабль, и он ей охотно обещал;

        μεγάλα ὑ. τινι Her.обещать кому-л. щедрое вознаграждение;
        ὥσπερ ὑπεδέξω Plat.как ты (сам) вызвался

        8) непосредственно следовать, граничить
        9) зачать
        

    (ἥ γυνέ ὑποδεξαμένη Xen.)

    Древнегреческо-русский словарь > υποδεχομαι

  • 3 αίρεση

    [-ις (-εως)] η
    1) право выбора, предпочтения; 2) филос, система взглядов, учение, школа; 3) рел ересь; 4) рел секта; 5) юр. условное или обусловленное право; 6) юр. условие; оговорка;

    θα σπουδάσει υπό την αίρεση ότι θα τον υποστηρίζει ο θείος του — он будет учиться при условии, что его дядя материально поможет ему;

    δέχομαι υπό την αίρεση ότι... — я согласен при условии, что...;

    § υπό αίρεσην — под вопросом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίρεση

См. также в других словарях:

  • καθυποδέχομαι — (Μ) (επιτατ. τού υποδέχομαι) δέχομαι με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …   Dictionary of Greek

  • υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • καταδοχή — καταδοχή, ἡ (AM) μσν. η παραλαβή κληρονομιάς αρχ. 1. η εκ νέου παραδοχή, η υποδοχή κάποιου που επιστρέφει 2. η είσοδος τής ψυχής στο σώμα 3. δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δοχή (< δέχομαι), πρβλ. παραδοχή, υπο δοχή] …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • ναι — (ΑΜ ναί, Α και νή και βοιωτ. τ. νεί, Μ και ναίν και νναί) επίρρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει α) έντονη διαβεβαίωση: βέβαια, μάλιστα, αληθινά (α. «ναι, θα έλθω μαζί σας αύριο» β. «ναὶ δὴ ταῡτά γε πάντα... κατὰ μοῑραν ἔειπες», Ομ. Ιλ.) β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»